Στον κρυφό κόσμο του σκοτεινού διαδικτύου, όπου η ανωνυμία κυριαρχεί, η γλώσσα αποδεικνύεται ένα ισχυρό εργαλείο. Κάθε λέξη, φράση και γραπτή συνήθεια αφήνει ένα ψηφιακό ίχνος. Ακόμα και απλές εκφράσεις όπως ένας ασυνήθιστος χαιρετισμός ή μια περίεργη σύνταξη μπορούν να φέρουν στο φως ανώνυμους δράστες και να αποκαλύψουν διεθνή δίκτυα παιδικής κακοποίησης.
Η περίπτωση του Σάνον ΜακΚούλ το αποδεικνύει. Τη δεκαετία του 2010, ο ΜακΚούλ διαχειριζόταν ένα από τα μεγαλύτερα φόρουμ κακοποίησης παιδιών στο σκοτεινό διαδίκτυο, προσφέροντας στους χρήστες συμβουλές και υλικό. Το φόρουμ του είχε περίπου 45.000 μέλη.
Σύντομα, όμως, ο ΜακΚούλ βρέθηκε στο στόχαστρο διεθνούς ερεύνας από την Taskforce Argos, μονάδα της αστυνομίας του Κουίνσλαντ που εξειδικεύεται στην πάταξη διαδικτυακών εγκλημάτων κατά παιδιών. Κρίσιμη αποδείχθηκε η γλωσσική του επιλογή: η χρήση του ασυνήθιστου χαιρετισμού «hiyas», που εντόπισε ένας παρατηρητικός αστυνομικός.
Η έρευνα επεκτάθηκε στο κανονικό διαδίκτυο, με ερευνητές να αναζητούν γλωσσικά στοιχεία και προσωπικά ενδιαφέροντα του ΜακΚούλ, όπως το μπάσκετ και τα κλασικά αυτοκίνητα. Ένας χρήστης που χρησιμοποίησε τον ίδιο χαιρετισμό αναγνωρίστηκε στην Αδελαΐδα με ένα ψευδώνυμο παρόμοιο με αυτό του ΜακΚούλ. Ένας άλλος σε φόρουμ μπάσκετ είχε επίσης την ίδια συνήθεια.
Αυτά τα γλωσσικά στοιχεία ήταν καθοριστικά για την ταυτοποίησή, σύλληψη και τελική καταδίκη του ΜακΚούλ. Αμέσως μετά τη σύλληψή του, η Taskforce Argos επαναλειτούργησε το φόρουμ, συγκεντρώνοντας χρήσιμες πληροφορίες για την ποινική δίωξη εκατοντάδων δραστών και τη διάσωση τουλάχιστον 85 παιδιών.
Ποιος είναι ο ρόλος των εγκληματολόγων-γλωσσολόγων;
Οι εγκληματολόγοι-γλωσσολόγοι καλούνται συχνά να αναγνωρίσουν τους συγγραφείς ανώνυμων απειλητικών μηνυμάτων, εξετάζοντας τα γλωσσικά τους χαρακτηριστικά. Αυτοί οι ειδικοί αναλύουν τη γλώσσα που χρησιμοποιείται σε αστυνομικές ανακρίσεις και δικαστικές διαδικασίες, προσπαθώντας να εντοπίσουν εμπόδια στην κατανόηση, ιδίως για πληθυσμούς σε ευάλωτη θέση. Χωρίς προσεκτική ανάλυση, οι νομικές διαδικασίες ενδέχεται να οδηγήσουν σε σοβαρές δικαστικές πλάνες.
Πάρτε, για παράδειγμα, την περίπτωση του Τζιν Γκίμπσον, ο οποίος φυλακίστηκε άδικα για πέντε χρόνια στην Αυστραλία. Η καταδίκη του ανετράπη όταν αποδείχθηκε ότι δεν είχε κατανοήσει τη διαδικασία του δικαστηρίου.
Η Έμιλι Τσιάνγκ, ερευνήτρια στο Ινστιτούτο Εγκληματολογικής Γλωσσολογίας του Πανεπιστημίου Αστον, σημειώνει σε άρθρο της στον ιστότοπο [The Conversation](https://theconversation.com/forensic-linguistics-how-dark-web-criminals-give-themselves-away-with-their-language-267765) ότι η γλώσσα της παιδικής κακοποίησης και αποπλάνησης ελάχιστα έχει μελετηθεί.
Ανωνυμία και Σκοτεινό Διαδίκτυο
Το σκοτεινό διαδίκτυο δημιουργήθηκε τη δεκαετία του 1990 ως εργαλείο μυστικής επικοινωνίας και είναι προσβάσιμο μόνο μέσω ειδικών προγραμμάτων όπως το Tor. Παρόλο που κυβερνάται από την ανωνυμία, αυτός ο χώρος έχει γίνει γνωστός για εγκλήματα όπως παιδική κακοποίηση, απάτη, διακίνηση ναρκωτικών, και άλλα.
Αφού οι ταυτότητες καθώς και τα προσωπικά στοιχεία εξαφανίζονται, το μόνο που απομένει είναι η γλώσσα, η οποία αποκαλύπτει τις αληθινές ταυτότητες των χρηστών. Κάθε συνειδητή ή ασυνείδητη επιλογή στη γλώσσα μας αφήνει πίσω ίχνη.
Η γλώσσα διαδραματίζει κρίσιμο ρόλο στη διαπραγμάτευση παράνομων δραστηριοτήτων στον ψηφιακό κόσμο. Κάθε γράμμα, λέξη και φράση μπορεί να αποκαλύψει χρήσιμα στοιχεία στους ερευνητές.
Η περίπτωση Φάλντερ: Όταν η γλώσσα αποκαλύπτει τον δράστη
Το 2018, ο Μάθιου Φάλντερ παραδέχθηκε την ενοχή του σε 137 κατηγορίες σχετικές με σεξουαλική εκμετάλλευση παιδιών. Οι ειδικοί Τιμ Γκραντ και Τζακ Γκριβ ανέλαβαν την ανάλυση της γλώσσας του, εντοπίζοντας ασυνήθιστες φράσεις που συσχέτιζαν τα κρυπτογραφημένα emails του με τις αναρτήσεις του σε φόρουμ.
Διαπιστώθηκαν γλωσσικά στοιχεία που αποκάλυπταν την προέλευση του χρήστη, βοηθώντας έτσι στην ταυτοποίησή και σύλληψή του Φάλντερ.
Κανόνες και φόρουμ κατά της παιδικής κακοποίησης
Η έρευνα αποκάλυψε τις γλωσσικές στρατηγικές που χρησιμοποιούν οι νέοι χρήστες για να ενταχθούν σε εγκληματικά φόρουμ. Αντίθετα από ότι θα περίμενε κανείς, το 25% των συνομιλιών αφορά την καλλιέργεια κοινωνικών σχέσεων και την τήρηση κανόνων.
Αυτοί οι κανόνες έχουν σημασία ακόμη και για κοινότητες με αυτοσκοπό την εγκληματικότητα, καθώς καθορίζουν τη συμπεριφορά και διασφαλίζουν την επιβίωσή τους. Η απαγόρευση αποκάλυψης προσωπικών στοιχείων είναι καθολική με στόχο την ασφάλεια.
Εν τέλει, παρά την ανωνυμία που προσφέρει το σκοτεινό διαδίκτυο, η γλώσσα μπορεί να προδώσει εκείνους που νομίζουν ότι μπορούν να ξεφύγουν. Κάθε λέξη μπορεί να γίνει το νήμα που θα ξετυλίξει ένα ολόκληρο εγκληματικό δίκτυο.
Διαβάστε επίσης: «Σκοτεινό διαδίκτυο»: Εγκλήματα σε ζωντανή μετάδοση.
ΠΗΓΗ: The Conversation










