Μια νέα ανακάλυψη από το Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια (UC Davis Health) φέρνει στο προσκήνιο μια σημαντική προοπτική στην ψυχική υγεία, ειδικά όσον αφορά τις αγχώδεις διαταραχές. Σύμφωνα με τη μελέτη που δημοσιεύθηκε στο έγκριτο περιοδικό Molecular Psychiatry, οι ερευνητές εντόπισαν ότι άτομα που πάσχουν από διαταραχές άγχους έχουν σημαντικά χαμηλότερα επίπεδα ενός ζωτικού θρεπτικού συστατικού στον εγκέφαλο – της χολίνης.
Αυτή η ανακάλυψη, που βασίζεται σε μια στους 25 πιο εκτενείς μετα-αναλύσεις του είδους της, ρίχνει φως στους βιολογικούς μηχανισμούς των αγχωδών διαταραχών, ανοίγοντας τον δρόμο για νέες διατροφικές στρατηγικές στην αντιμετώπισή τους.
Το βιοχημικό «κενό» στον Προμετωπιαίο Φλοιό
Η ερευνητική ομάδα υπό την καθοδήγηση του καθηγητή Richard Maddock και του επίκουρου καθηγητή Jason Smucny από το Τμήμα Ψυχιατρικής και Συμπεριφορικών Επιστημών του UC Davis, ανέλυσε δεδομένα από 25 προηγούμενες μελέτες. Εξέτασαν τον εγκέφαλο 370 ατόμων με διαγνωσμένη αγχώδη διαταραχή και τους συνέκριναν με 342 υγιείς εθελοντές.
Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι οι πάσχοντες από άγχος είχαν επίπεδα χολίνης μειωμένα κατά περίπου 8% συγκριτικά με τον μέσο όρο. Αυτή η έλλειψη ήταν πιο έντονη στον προμετωπιαίο φλοιό, ο οποίος είναι υπεύθυνος για πολλές σημαντικές λειτουργίες όπως η λογική σκέψη και η ρύθμιση συναισθημάτων. Μια υπολειτουργία σε αυτήν την περιοχή μπορεί να οδηγήσει σε δραματική μείωση της ικανότητας διαχείρισης του φόβου και του στρες.
«Μια διαφορά του 8% μπορεί να φαίνεται μικρή, αλλά στο πεδίο της χημείας του εγκεφάλου είναι σημαντική», υπογραμμίζει ο Δρ. Maddock. Αυτή η διαφορά μπορεί να εξηγήσει γιατί οι εγκέφαλοι των ατόμων με αγχώδεις διαταραχές αντιδρούν υπερβολικά σε ερεθίσματα που για άλλους είναι διαχειρίσιμα.
Η τεχνολογία πίσω από την ανακάλυψη
Οι ερευνητές χρησιμοποίησαν μια προηγμένη μη επεμβατική τεχνική απεικόνισης, τη φασματοσκοπία μαγνητικού συντονισμού πρωτονίων (1H-MRS). Αυτή η μέθοδος αναλύει τη χημική σύσταση των ιστών στον εγκέφαλο, αποκαλύπτοντας τα επίπεδα των νευρομεταβολιτών με ακρίβεια χωρίς να κρίνει από απλές αιματολογικές εξετάσεις.
Τι είναι η χολίνη και γιατί είναι απαραίτητη;
Η χολίνη είναι ένα κατά παράδοση παραγνωρισμένο θρεπτικό συστατικό που παίζει κρίσιμο ρόλο στη δομή των κυτταρικών μεμβρανών και είναι πρόδρομος της ακετυλοχολίνης, ενός νευροδιαβιβαστή που ρυθμίζει τη μνήμη και τη διάθεση. Παρόλο που το σώμα μας παράγει μια μικρή ποσότητα χολίνης, η διατροφική πρόσληψη είναι πηγή ζωτικής σημασίας.
Όπως αναφέρουν οι ερευνητές, η σύνδεση χολίνης και άγχους μπορεί να έχει ρίζες στην υπερλειτουργία του συστήματος «μάχης ή φυγής», η οποία απαιτεί μεγαλύτερη βιοχημική ενέργεια και εξαντλεί πιο γρήγορα τα αποθέματα χολίνης, δημιουργώντας έναν φαύλο κύκλο άγχους και ανισορροπίας.
Διατροφή: Η πρώτη διαφυγή;
Ένα ανησυχητικό στοιχείο που προκύπτει είναι ότι οι περισσότεροι άνθρωποι δεν λαμβάνουν τη συνιστώμενη ημερήσια ποσότητα χολίνης, θέτοντας σε κίνδυνο την ικανότητα του εγκεφάλου τους να αντεπεξέλθει στο άγχος.
«Δεν γνωρίζουμε ακόμη αν η αύξηση της χολίνης μέσω διαιτητικών παρεμβάσεων μπορεί να θεραπεύσει το άγχος, αλλά είναι σίγουρα ένα σημαντικό βήμα», υπογραμμίζει ο Δρ. Smucny. Οι ειδικοί προτείνουν την προσέγγιση των φυσικών πηγών χολίνης προτού καταφύγουν σε συμπληρώματα.
Τροφές πλούσιες σε χολίνη περιλαμβάνουν:
- Συκώτι (μοσχαρίσιο): Πλούσια πηγή χολίνης.
- Αυγά: Ιδιαίτερα ο κρόκος είναι εξαιρετική πηγή.
- Κρέας και Πουλερικά: Συμπεριλαμβάνοντας μοσχάρι και κοτόπουλο.
- Ψάρια: Ιδιαίτερα λιπαρά ψάρια όπως ο σολομός, που είναι πλούσιος και σε Ω-3 λιπαρά οξέα.
- Όσπρια και Λαχανικά: Σόγια, φασόλια και μπρόκολο για τους χορτοφάγους (αν και σε μικρότερες ποσότητες).
Το μέλλον της θεραπείας
Η μελέτη του UC Davis σηματοδοτεί μια στροφή στη συζήτηση από τους ψυχολογικούς προς τους βιολογικούς παράγοντες των ψυχικών διαταραχών. Εάν επιβεβαιωθεί ότι η χορήγηση χολίνης μπορεί να αποκαταστήσει τα επίπεδα στον εγκέφαλο και να ανακουφίσει τα συμπτώματα, ενδέχεται να εισέλθουμε σε μια νέα εποχή της «διατροφικής ψυχιατρικής».
Αλλά οι επιστήμονες προειδοποιούν ότι το άγχος είναι πολύπλοκη κατάσταση, που απαιτεί πολυδιάστατη προσέγγιση. Όσοι υποφέρουν από σοβαρά συμπτώματα θα πρέπει να διατηρούν τις καθιερωμένες θεραπείες και να συνεργάζονται με τους γιατρούς τους για τη συμβολή της διατροφής στην ολιστική θεραπεία.










