Η Goldman Sachs επαινεί την ελληνική οικονομία, η οποία συνεχίζει να βρίσκεται σε έναν σταθερό δρόμο ανάπτυξης, με τους περισσότερους δείκτες να βελτιώνονται σταθερά, κάτι που ενισχύει την υψηλή εμπιστοσύνη των επενδυτών.
Ωστόσο, η αμερικανική τράπεζα προειδοποιεί ότι η ελληνική οικονομία αντιμετωπίζει τρεις σημαντικές προκλήσεις που θα μπορούσαν να εμποδίσουν την πρόοδό της. Σχετικά με τον κατασκευαστικό τομέα, συνιστά προσεκτική διαχείριση για να αποφευχθεί η “υπερθέρμανση”, η οποία θα μπορούσε να οδηγήσει σε υπερβολική αύξηση τιμών, παρόμοια με αυτήν του 2000.
Αναφορικά με την απασχόληση, τονίζεται ότι παρά τα υψηλά ποσοστά απασχόλησης, η ειδικευμένη εργασία παραμένει υποαπασχολούμενη, υποδεικνύοντας την ανάγκη για προγράμματα επανακατάρτισης και αναβάθμισης δεξιοτήτων, προκειμένου να αξιοποιηθεί πλήρως η δυναμική του εργατικού δυναμικού.
Τέλος, η τράπεζα επισημαίνει το αναποτελεσματικό και καθυστερημένο νομικό σύστημα, το οποίο συχνά λειτουργεί ως αποτρεπτικός παράγοντας για τις επιχειρηματικές επενδύσεις. Η Χρόνος Απόκρισης (DT) είναι ανάμεσα στους υψηλότερους στην Ευρωζώνη, όπως σημειώνεται.
Από το 2019, η παραγωγικότητα στην Ελλάδα αυξάνεται σταθερά, ενώ το ΑΕΠ ανά κάτοικο εμφάνισε τη μεγαλύτερη αύξηση στη Νότια Ευρώπη, ξεπερνώντας ακόμα και τον μέσο όρο της Ευρωζώνης.
Ο Δείκτης Τρέχουσας Δραστηριότητας της Goldman Sachs υποδηλώνει ότι η ελληνική οικονομία διατηρεί ανθεκτικότητα, συμβαδίζοντας με ανάπτυξη άνω του 2%, με την επιχειρηματική εμπιστοσύνη να παραμένει ισχυρή, ιδίως στον κατασκευαστικό τομέα.
Η επενδυτική δαπάνη, εξαιρουμένων των κατοικιών, έχει επανέλθει στα επίπεδα του 2009, με όλες τις κύριες κατηγορίες σταθερής επένδυσης να ενισχύονται από το 2019. Οι δαπάνες σε προϊόντα πνευματικής ιδιοκτησίας και εξοπλισμό ICT έχουν καταγράψει έντονες αυξήσεις, συμβάλλοντας στη βελτίωση της παραγωγικότητας.
Παρ’ όλα αυτά, τα πραγματικά εισοδήματα παραμένουν περίπου 10% κάτω από τα επίπεδα του 2007-2008, προσφέροντας περιθώρια περαιτέρω ανάκαμψης, σύμφωνα με την Goldman Sachs.
Ταυτόχρονα, η τράπεζα επισημαίνει ότι η Ελλάδα ακολουθεί μια “εξαιρετικά προσεκτική” δημοσιονομική πολιτική. Το πρωτογενές πλεόνασμα της χώρας κατατάσσεται μεταξύ των υψηλότερων για μικρές χώρες-μέλη της ΕΕ και βρίσκεται καλά πάνω από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης.
Η επενδυτική τράπεζα σημειώνει επίσης ότι η Ελλάδα στοχεύει σε πρωτογενές πλεόνασμα 3% του ΑΕΠ το 2026—το υψηλότερο στην Ευρωζώνη. Περίπου το 70% του ελληνικού δημόσιου χρέους κατέχεται σε μακροπρόθεσμα ευρωπαϊκά προγράμματα στήριξης, βοηθώντας να διατηρηθούν οι πραγματικές δαπάνες δανεισμού μεταξύ των χαμηλότερων στην νομισματική ζώνη.
Βάσει του δυναμικού μοντέλου της τράπεζας, ο λόγος χρέους προς ΑΕΠ αναμένεται να συνεχίσει να μειώνεται με πολύ υψηλό βαθμό πιθανότητας—έστω και σε σενάρια χαμηλής ανάπτυξης—και αναμένεται να πέσει κάτω από αυτόν της Ιταλίας μέχρι το 2028.
Πηγή: tovima.com










