Στις 8 Δεκεμβρίου, ο πρόεδρος της Ουκρανίας, Βολοντίμιρ Ζελένσκι, πραγματοποίησε επίσημη επίσκεψη στο Λονδίνο, όπου είχε σημαντικές συναντήσεις με τον Κιρ Στάρμερ, πρωθυπουργό του Ηνωμένου Βασιλείου, τον Εμανουέλ Μακρόν, πρόεδρο της Γαλλίας, και τον Φρίντριχ Μερτς, καγκελάριο της Γερμανίας. Αυτές οι επαφές ενίσχυσαν τη διεθνή στήριξη προς την Ουκρανία σε μια εποχή που η γεωπολιτική κατάσταση είναι πιο περίπλοκη από ποτέ (φωτογραφία, επάνω, από το Reuters/Valentyn Ogirenko).
Κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων, ο Ζελένσκι εξέφρασε αποφασιστικά τη θέση της Ουκρανίας να μην παραχωρήσει κανένα έδαφος στη Ρωσία, κάτι που εξήγησε και σε δήλωσή του καθ’ οδόν προς τις Βρυξέλλες. Είναι σαφές ότι η κυβέρνηση του Κιέβου παραμένει αδιάλλακτη απέναντι σε οποιαδήποτε υπαναχώρηση.
«Αν δεν αλλάξει η κυβέρνηση στο Κίεβο, η πιθανότητα για οποιεσδήποτε διαπραγματεύσεις είναι ελάχιστη έως μηδενική»
Οι ηγέτες Ζελένσκι, Στάρμερ, Μακρόν και Μερτς στη Ντάουνινγκ Στριτ 10 (φωτογραφία Reuters/Toby Melville)
Παράλληλα, οι τρεις ευρωπαίοι ηγέτες συμφώνησαν στη στήριξη της αξιοποίησης κατασχεμένων ρωσικών περιουσιακών στοιχείων, αξίας 245 δισεκατομμυρίων δολαρίων, για τη χρηματοδότηση της ανοικοδόμησης της Ουκρανίας. Ο Κιρ Στάρμερ δήλωσε ότι κατά τη διάρκεια της συνάντησης με τον Ζελένσκι «συζητήσαμε τη θετική πρόοδο» που έχει καταγραφεί σχετικά με αυτήν τη στρατηγική, όπως αναφέρει ο Stephen Bryen, πρώην αναπληρωτής υφυπουργός Άμυνας των ΗΠΑ και ειδικός σε ζητήματα στρατηγικής.
Ωστόσο, υπάρχει έντονη αντίθεση σε διάφορες ευρωπαϊκές χώρες, όπως το Βέλγιο, η Ιταλία, η Ουγγαρία και η Σλοβακία. Οι Γαλλία και Γερμανία εμφανίζουν επίσης επιφυλάξεις, ακόμα και αν φαινομενικά υποστηρίζουν την προσέγγιση Στάρμερ.
Διακυβέρνηση και στρατηγικές προτεραιότητες
Οι τρεις ευρωπαίοι ηγέτες, οι οποίοι πολλές φορές κρίνουν τις πολιτικές τους κάτω από πίεση από τα εκλογικά σώματα που τους αντιμετωπίζουν με σκεπτικισμό, ενδέχεται να πιστεύουν ότι στηρίζουν τον Ζελένσκι αποτρέποντας έναν επιθετικό Πούτιν. Ωστόσο, αυτή η κίνηση μπορεί να ερμηνευθεί ως αποδοχή της κυβέρνησης Τραμπ και των στρατηγικών της προτεραιοτήτων.
Στην Εθνική Στρατηγική Ασφάλειας του 2025, οι ΗΠΑ επισημαίνουν τη σημασία της «στρατηγικής σταθερότητας με τη Ρωσία», με στόχο μια πιο ισορροπημένη σχέση. Αυτό εγείρει ερωτήματα για την επέκταση του ΝΑΤΟ και την πιθανότητα απομάκρυνσης της Ουκρανίας από τη συμμαχία.
Ανησυχητικές προειδοποιήσεις
Η Στρατηγική Εθνικής Ασφάλειας του 2025 εκφράζει ανησυχία για την παρακμή της Ευρώπης και τη δυνατότητα διατήρησης αξιόπιστων στρατιωτικών συνεργασιών. Υπογραμμίζει πως «εάν συνεχιστούν οι τρέχουσες τάσεις, η ήπειρος θα είναι αγνώριστη σε 20 χρόνια». Αυτό εγείρει σοβαρά ερωτήματα για την ικανότητα της Ευρώπης να διατηρήσει ανθεκτικές οικονομίες και στρατούς.
Η Ουάσινγκτον δεν σκοπεύει να διακόψει τις σχέσεις με το ΝΑΤΟ, αλλά μεταθέτει την ευθύνη της ευρωπαϊκής ασφάλειας στους συμμάχους. Οι Ευρωπαίοι ετοιμάζονται να αυξήσουν τις αμυντικές τους δαπάνες, αλλά η πραγματική αλλαγή στις ένοπλες δυνάμεις τους απαιτεί χρόνο.
Αδυναμίες και προκλήσεις
Τα νέα από το στρατιωτικό μέτωπο στην Ευρώπη δεν είναι ενθαρρυντικά. Η Γαλλία εξετάζει περιορισμένη στρατιωτική θητεία, ενώ η Γερμανία κινείται προς την εθελοντική στρατολόγηση. Ωστόσο, ο βρετανικός στρατός αναζητά με αγωνία νέους στρατεύσιμους, με τις ένοπλες δυνάμεις του να συρρικνώνονται.
Προς επιβεβαίωση αυτών των ανησυχιών, ο πρωθυπουργός της Πολωνίας, Ντόναλντ Τουσκ, ανακοίνωσε σχέδιο υποχρεωτικής στρατιωτικής εκπαίδευσης για όλους τους Πολωνούς. Υπάρχει, χωρίς αμφιβολία, ένα σημαντικό κενό ανάμεσα σε προθέσεις και πραγματικότητα στον τομέα της ευρωπαϊκής ασφάλειας.
Εδώ έγκειται η πρόκληση: χωρίς τις Ηνωμένες Πολιτείες ως βασικό παίκτη, η στρατηγική των «τριών μεγάλων» προς την Ουκρανία και τη Ρωσία φαίνεται αυτοκτονική.
Γεωπολιτικές και στρατηγικές προοπτικές
Είναι πιθανό να δούμε διαπραγματεύσεις για την Ουκρανία εάν υπάρξει αλλαγή στην κυβέρνηση του Κιέβου. Στην αμερικανική στρατηγική, η αναμέτρηση με τη Ρωσία θα επαναναδειχθεί, με προοπτική στη μείωση της στρατηγικής έντασης, αν οι Ρώσοι είναι πρόθυμοι να προχωρήσουν σε συνεργασία.
Η Ουάσινγκτον ίσως να αρχίσει τη διαδικασία άρσης κυρώσεων ή δημιουργίας εξαιρέσεων για επιχειρηματικές συμφωνίες, επενδύοντας έτσι στο γεωπολιτικό της συμφέρον.
Η εισαγωγή αυτών των προοπτικών υπογραμμίζει την πολυπλοκότητα του παρόντος, καθώς οι Ηνωμένες Πολιτείες επαναλαμβάνουν την προσοχή τους στα στρατηγικά τους συμφέροντα.
Πηγή: in.gr









