Η αδιαφορία των Γερμανών κατασκευαστών αυτοκινήτων για το περιβάλλον και η περιφρόνησή τους προς τους ευρωπαϊκούς κανόνες περιορισμού των εκπομπών ρύπων ήρθε στο προσκήνιο το Σεπτέμβριο του 2015, όταν ξέσπασε το σκάνδαλο του dieselgate.
Τα τελευταία χρόνια, οι προκλήσεις όπως ο εμπορικός πόλεμος, η απώλεια της φθηνής ρωσικής ενέργειας και οι διαταραχές στην παγκόσμια εφοδιαστική αλυσίδα έχουν περιορίσει τις εξαγωγές γερμανικών αυτοκινήτων και έχουν εκτοξεύσει τα κόστη παραγωγής. Ως αποτέλεσμα, το Βερολίνο έχει αρχίσει να ασκεί πιέσεις στους εταίρους στην ΕΕ ώστε να χαλαρώσουν την περιβαλλοντική πολιτική τους και να αναθεωρήσουν τους στόχους για την απανθρακοποίηση.
Πρόσφατα, γερμανικές εφημερίδες πανηγυρίζουν την «επικύρωση της νίκης του Βερολίνου» σχετικά με τους στόχους για το CO2. Σύμφωνα με πληροφορίες τους, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή συμφώνησε να ζητήσει από τους Ευρωπαίους κατασκευαστές να μειώσουν τις εκπομπές των μοντέλων τους μόνο κατά 90% μέχρι το 2035, αντί για 100%. Έτσι, δίνεται παράταση για την παραγωγή οχημάτων με κινητήρες εσωτερικής καύσης και μετά το 2035.
Το αμερικανικό πρακτορείο Bloomberg ενστερνίζεται τη γερμανική θέση
Τετελεσμένα
«Οι νικητές είναι πάντα πιο θορυβώδεις από τους ηττημένους. Ωστόσο, κάποιοι βιάζονται να πανηγυρίσουν. Οι συντηρητικοί από την άλλη πλευρά του Ρήνου ανακοίνωσαν την είδηση πως η Ευρωπαϊκή Επιτροπή συμφώνησε να υποχωρήσει από την πλήρη απαγόρευση των κινητήρων εσωτερικής καύσης μέχρι το 2035. Αυτό, σύμφωνα με πληροφορίες, έχει υποσχεθεί η πρόεδρος της Κομισιόν, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, στον επικεφαλής του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος (ΕΛΚ), Μάνφρεντ Βέμπερ» αναφέρει η «Les Echos», επικαλούμενη δημοσίευμα της «Bild».
Η γερμανική εφημερίδα παραθέτει δήλωση του Μάνφρεντ Βέμπερ ότι «για τις νέες ταξινομήσεις οχημάτων από το 2035 και μετά, η υποχρεωτική μείωση εκπομπών CO2 θα είναι 90% αντί του προηγούμενου 100%».
«Θα πρέπει να δούμε αν αυτή η απόφαση είναι πραγματικά οριστική ή αν εκείνοι που την διαδίδουν προτού ανακοινωθεί επισήμως απλώς προσπαθούν να επιβάλουν τη θέλησή τους ως τετελεσμένη» τονίζεται χαρακτηριστικά από την «Les Echos». Συμπληρώνεται μάλιστα ότι «όλοι επιλέγουν τη λύση που τους φαίνεται πιο συμφέρουσα», σύμφωνα με ανώνυμο αξιωματούχο της γαλλικής κυβέρνησης, ο οποίος αναφέρει ότι «υπάρχουν αρκετές επιλογές στο τραπέζι».
Στις Βρυξέλλες εξελίσσεται μια πολιτική συζήτηση για την πιθανότητα καθορισμού νέας προθεσμίας μέχρι το 2040
Σύγχυση
Η «Les Echos» αναφέρει ότι το Bloomberg υιοθετεί την γερμανική προσέγγιση. «Η πώληση νέων υβριδικών αυτοκινήτων plug-in και οχημάτων με μηχανισμό επέκτασης αυτονομίας θα επιτρέπεται μετά το 2035, πιθανώς μέχρι το 2040», αναφέρεται χαρακτηριστικά. Επιπλέον, σημειώνεται ότι «αυτή η διευκόλυνση θα συνοδεύεται από ορισμένους όρους: οι κατασκευαστές θα πρέπει να αντισταθμίσουν τις επιπλέον εκπομπές χρησιμοποιώντας βιοκαύσιμα ή «πράσινο χάλυβα» στη διαδικασία παραγωγής».
Η «Les Echos» επισημαίνει ότι στις Βρυξέλλες διεξάγεται πολιτική συζήτηση για πιθανή αύξηση της προθεσμίας έως το 2040 για τη μηδενική εκπομπή CO2 στον τομέα των αυτοκινήτων, δηλαδή την απαγόρευση πώλησης αυτοκινήτων με κινητήρες εσωτερικής καύσης.
Σύμφωνα με πηγές της γαλλικής οικονομικής εφημερίδας, η Κομισιόν εξετάζει επίσης ένα σενάριο που αφορά μείωση των εκπομπών CO2 κατά 80%, μια πρόταση ευνοϊκή για τους κατασκευαστές. Ωστόσο, δεν είναι σίγουρο ότι αυτό το σενάριο θα περιληφθεί στο τελικό κείμενο.
Οι Βρυξέλλες αναμένονται να αποκαλύψουν τις προθέσεις τους την Τρίτη 16 Δεκεμβρίου
Ισχυρά συμφέροντα
Μια πηγή δήλωσε στη «Les Echos» ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, έχοντας αρχικά αρκετούς μήνες για να ολοκληρώσει τις αναλύσεις της, τελικά πίεστηκε να ολοκληρώσει την εκτίμηση επιπτώσεων μέσα σε μόλις ένα μήνα, με αποτέλεσμα να εξετάσει μόνο ακραία σενάρια που δεν αντικατοπτρίζουν ορθά τους πιθανούς συμβιβασμούς μεταξύ των κρατών-μελών.
Εν τω μεταξύ, η προθεσμία που δόθηκε στην Επιτροπή προκειμένου να αποκαλύψει τις προθέσεις της είναι η 16η Δεκεμβρίου. Οι Ευρωπαίοι κατασκευαστές, και ιδίως οι Γερμανοί, φαίνεται ότι έχουν κερδίσει την υπόθεση. Το Βερολίνο έχει επενδύσει σοβαρά στην παράταση της προθεσμίας του 2035, με τον καγκελάριο Φρίντριχ Μερτς υποστηριζόμενο από χώρες της Ανατολικής Ευρώπης και την Ιταλία.
Οι Ντιβέρ και Γκισάρ επισημαίνουν ότι υπάρχει ο κίνδυνος το κείμενο να γίνει πολύ ευνοϊκό για τους Γερμανούς κατασκευαστές και λιγότερο για τους Γάλλους. Ταυτόχρονα, περιβαλλοντικές οργανώσεις ήδη εκφράζουν τη δυσαρέσκειά τους για τις αρχικές λεπτομέρειες που έχουν διαρρεύσει από τον γερμανικό Τύπο.
«Μια αποδυνάμωση του στόχου μείωσης CO2 από το 100% στο 90% μπορεί να επιτρέψει την πώληση αυτοκινήτων υψηλής ρύπανσης μετά το 2035 σε ποσοστό 7% αντί για πλήρη απαγόρευσή τους. Επίσης, έως και 46% των αυτοκινήτων που θα πωλούνται θα μπορούσαν να είναι φορτιζόμενα υβριδικά», προειδοποιεί ο Λισιέν Ματιέ στο διαδικτυακό περιοδικό Transport and Environment.
Οι γαλλικές θέσεις
Η Γαλλία, από την πλευρά της, εστιάζει σε μια άλλη πτυχή της διαπραγμάτευσης. Το Παρίσι πιέζει για την καθιέρωση ελάχιστου ποσοστού διάθεσης οχημάτων ευρωπαϊκής προέλευσης στις τοπικές αγορές. Αυτό το ποσοστό θα μπορούσε να καθοριστεί στο 75%, όπως ισχύει σήμερα για τα αυτοκίνητα με κινητήρα εσωτερικής καύσης.
Μέσω αυτής της στρατηγικής, επιδιώκεται η προστασία των ευρωπαϊκών κατασκευαστών από τις επιθέσεις των Κινέζων, οι οποίοι απολαμβάνουν χαμηλότερο κόστος παραγωγής λόγω κρατικών επιδοτήσεων. Οι Βρυξέλλες εξετάζουν σοβαρά αυτή τη λύση που έχει υιοθετηθεί από τους Γάλλους κατασκευαστές.
Αυτή η πρωτοβουλία θα μπορούσε να ενταχθεί σε ένα ευρύτερο πακέτο μέτρων για την ενίσχυση της ευρωπαϊκής βιομηχανικής κυριαρχίας, το οποίο θα παρουσιαστεί στα τέλη Ιανουαρίου 2026 με την ένδειξη «Made in Europe». Ωστόσο, η γαλλική κυβέρνηση επιθυμεί το κείμενο που αφορά τις αυτοκινητοβιομηχανίες να μην ενσωματωθεί στο γενικό πλαίσιο του σχεδίου αυτού, αλλά να συμπεριληφθεί στις ρυθμίσεις για τις εκπομπές CO2 που αναμένονται την Τρίτη.
«Υπάρχει πραγματικός κίνδυνος το κείμενο που θα δημοσιεύσει η Επιτροπή να μην ικανοποιήσει κανέναν, αλλά να οδηγήσει σε πολιτικό αδιέξοδο», δήλωσε πηγή από τη γαλλική κυβέρνηση στη «Les Echos». Κάτι τέτοιο θα μπορούσε να παρατείνει τις ευρωπαϊκές διαπραγματεύσεις κατά 12 έως 18 μήνες, καθυστερώντας έτσι τις επενδύσεις για την αναβάθμιση των βιομηχανικών εγκαταστάσεων των κατασκευαστών, οι οποίοι αντιμετωπίζουν πια στρατηγική αβεβαιότητα.










