Η Ελλάδα παραμένει ψηλά στις επενδυτικές προτιμήσεις της Morgan Stanley στη Νοτιοανατολική Ευρώπη, με τον οίκο να εκτιμά ότι υπάρχουν σημαντικές δυνατότητες ανόδου για τις ελληνικές μετοχές. Αυτή η εκτίμηση ενισχύεται από τις θετικές οικονομικές επιδόσεις και την πολιτική σταθερότητα στην χώρα, στοιχεία τα οποία η Morgan Stanley θεωρεί ότι θα συνεχίσουν να προσελκύουν επενδύσεις έως το 2026.
Σύμφωνα με την τελευταία ανάλυση, ο δείκτης MSCI Greece σημείωσε εκρηκτική αύξηση 82% από την αρχή του έτους σε δολάρια, καθιστώντας την ελληνική αγορά κορυφαία στην περιοχή EEMEA και μία από τις τρεις καλύτερες ανάμεσα σε αναπτυγμένες και αναδυόμενες αγορές. Αν και οι προβλέψεις για το 2026 δεν δείχνουν τη δυνατότητα επανάληψης αυτής της απόδοσης, οι θετικές ενδείξεις για το 2025 αναμένονται να στηρίξουν την ελληνική αγορά και την επόμενη χρονιά.
Η εκταμίευση πόρων από το Ταμείο Ανάκαμψης (RRF), η ανθεκτικότητα σε εμπορικές εντάσεις, η πολιτική σταθερότητα, η υποχώρηση του κόστους κεφαλαίου καθώς και η αύξηση της κερδοφορίας θα συνεχίσουν να ενισχύουν την αγορά των ελληνικών μετοχών. Επιπλέον, η εφαρμογή φοροαπαλλαγών από την ελληνική κυβέρνηση, κάτι σπάνιο για την Ευρώπη, υπόσχεται να ενισχύσει ακόμη περισσότερο την κατανάλωση.

Σημαντική είναι επίσης η ανακοίνωση της FTSE, η οποία στις 7 Οκτωβρίου 2025 επιβεβαίωσε ότι η Ελλάδα θα αναβαθμιστεί σε αναπτυγμένη αγορά το Σεπτέμβριο του 2026. Παράλληλα, η STOXX εξετάζει την αναβάθμιση της Ελλάδας και θα επανεξετάσει την κατάσταση τον Απρίλιο του 2026. Αν η STOXX προχωρήσει σε αυτήν την απόφαση, θα συνδυαστεί με την αναβάθμιση από την FTSE. Ωστόσο, η ένταξη της Ελλάδας στον δείκτη MSCI DM αναμένεται να απαιτήσει περισσότερο χρόνο, όπως αναφέρει η MSCI.
Ισχυρή οικονομική ανάπτυξη
Σύμφωνα με τους οικονομολόγους της Morgan Stanley για την Ευρώπη, η ανάπτυξη του πραγματικού ΑΕΠ της Ελλάδας εκτιμάται στο 2% για την περίοδο 2026-2027, σχεδόν διπλάσια από τον ρυθμό ανάπτυξης της Ευρωζώνης. Η ιδιωτική κατανάλωση και οι επενδύσεις είναι οι κύριοι παράγοντες που ενισχύουν την ελληνική οικονομία σε μακροοικονομικό επίπεδο.
Το RRF έχει ενισχύσει τις επενδύσεις και, αν και το πρόγραμμα λήγει το Δεκέμβριο του 2026, αναμένεται ότι τα επίπεδα επενδύσεων θα παραμείνουν ισχυρά και το 2027. Υπάρχει περίοδος καθυστέρησης περίπου δύο ετών μεταξύ της παραλαβής των κονδυλίων και της ολοκλήρωσης των έργων, ένδειξη ότι η επενδυτική δυναμική θα διατηρηθεί ακόμα και μετά το 2026.
Εκτιμάται ότι μέχρι το τέλος του 2025 μόνο το 56% των εκχωρημένων κονδυλίων θα έχει απορροφηθεί. Αυτή η καθυστέρηση αναμένεται να κρατήσει ισχυρή την ανάπτυξη των εταιρικών δανείων μέχρι το 2027.


Αποτιμήσεις
Την ίδια στιγμή, οι ελληνικές μετοχές διατηρούν χαμηλές τιμές σε σύγκριση με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές αγορές, ενώ οι αποδόσεις των ελληνικών κρατικών ομολόγων έχουν σημειώσει βελτίωση. Σήμερα, η απόδοση του 10ετούς ελληνικού κρατικού ομολόγου πλησιάζει εκείνη των περιφερειακών ομολόγων στην Ευρώπη και είναι μάλιστα χαμηλότερη από αυτήν της Γαλλίας και της Ιταλίας, ενώ η διαφορά με τα γερμανικά ομόλογα συνεχώς συρρικνώνεται.
Παρά την αύξηση των αποδόσεων, οι ελληνικές μετοχές διατηρούν περιθώρια ανόδου σε σχέση με τις ευρωπαϊκές. Η υποκείμενη απόδοση κεφαλαίου (CoE) στην Ελλάδα έχει πέσει σημαντικά το 2025, φθάνοντας το 11,6% από 15,1% στο τέλος του 2024. Ωστόσο, η διαφορά με τις ευρωπαϊκές αγορές είναι ακόμη υψηλή, γύρω στις 490 μονάδες βάσης.
Οι ελληνικές τράπεζες, που αποτελούν σχεδόν το ¾ του MSCI Greece, παρουσιάζουν ανθεκτικές προοπτικές ανάπτυξης και η Morgan Stanley εκτιμά ότι οι τράπεζες της ΕΕ ενδέχεται να επαναξιολογηθούν σε υψηλότερες αποτιμήσεις, με πιθανότητα 15-25% στην κερδοφορία (P/E).


Αυτές οι προοπτικές δημιουργούν ευνοϊκές συνθήκες για τις ελληνικές τράπεζες και ενισχύουν τις προβλέψεις για θετική εξέλιξη στην ελληνική αγορά, η οποία αναμένονται να συνεχίσει την ανοδική της πορεία.
Θετική για τις ελληνικές τράπεζες
Η ομάδα αναλυτών των Ευρωπαϊκών Τραπεζών της Morgan Stanley συνεχίζει να διατηρεί θετική στάση για τον κλάδο, ενισχύοντας την εμπιστοσύνη της σε σχέση με τις ελληνικές τράπεζες, λόγω του υψηλού beta τους. Οι αναλυτές πιστεύουν ότι οι ευρωπαϊκές τράπεζες θα μπορούσαν να αποκτήσουν μεγαλύτερη αξία, με την αναλογία τιμής προς κερδοφορία (P/E) να φθάνει το 11-12 φορές από το τρέχον επίπεδο των 9,6x, προεξοφλώντας άνοδο 15-25%.
Αν υποθέσουμε ότι το discount στις ελληνικές τράπεζες εξαλείφεται (με -12% και -9% στις αναλογίες P/E και P/BV αντίστοιχα), κάτι που έχει συμβεί δύο φορές νωρίτερα φέτος, οι τιμές τους θα μπορούσαν να φθάσουν το επίπεδο των 11-12x, καθιστώντας πιθανή μία άνοδο 29-41% στο μέλλον.


Παράλληλα, μια επιστροφή στα επίπεδα προ της κρίσης του 2008 για την απόδοση κεφαλαίου των ελληνικών τραπεζών θα μπορούσε να οδηγήσει σε αύξηση της τάξεως του 35%, σύμφωνα με εκτιμήσεις της Morgan Stanley.
Αναβάθμιση σε αναπτυγμένη αγορά
Η Morgan Stanley πιστεύει ότι η πιθανή αναβάθμιση της Ελλάδας σε αναπτυγμένη αγορά από τον MSCI, σε συνδυασμό με τις θετικές ενδείξεις από άλλους καταλύτες του δείκτη, θα αυξήσει αρχικά το ενδιαφέρον των επενδυτών της κατηγορίας DM. Ωστόσο, μια ανακοίνωση για την ένταξη το 2027 μπορεί να φέρει στρατηγικούς κινδύνους, αν και η Morgan Stanley εκτιμά πως αυτό δεν αποτελεί άμεσο κίνδυνο για το 2026, αφού τέτοιοι κίνδυνοι πιθανόν να εμφανιστούν μετά από περαιτέρω άνοδο της αγοράς.
Ιστορικά, οι περιπτώσεις αναδιάρθρωσης αγορών από αναδυόμενες σε αναπτυγμένες είναι περιορισμένες. Η Morgan Stanley αναμένει ότι η επίδραση στην αγορά της Ελλάδας μπορεί να είναι προκλητική. Όταν η Ελλάδα αναβαθμίστηκε σε αναπτυγμένη αγορά το 2001, η αγορά άρχισε να υπολειτουργεί από τη στιγμή της ανακοίνωσης και παρέμεινε σε αυτήν την κατάσταση για περίπου 10-11 μήνες, αν και αυτό επηρεάστηκε σε μεγάλο βαθμό από τη φούσκα των dot-com.
Αντίθετα, μετά την υποβάθμιση του 2013, η Ελλάδα υπεραπέδωσε όταν επέστρεψε στις αναδυόμενες αγορές. Υπάρχουν κάποιες αναφορές για χώρες όπως η Πορτογαλία, το Ισραήλ και η Πολωνία, αλλά οι συνθήκες τους δεν είναι απόλυτα συγκρίσιμες με την Ελλάδα, καθώς η σχετική θέση στον δείκτη MSCI EEMEA σε σύγκριση με τον δείκτη MSCI Europe επηρεάζει την αγορά.
Ροές κεφαλαίων
Αναφορικά με τις ροές κεφαλαίων, η Morgan Stanley εκτιμά ότι θα υπάρξουν καθαρές εισροές της τάξεως του 0,7 δισεκατομμυρίου δολαρίων κατά τη διάρκεια της αναβάθμισης. Ο κύριος παράγοντας αφορά τις ενεργές ροές, καθώς η πλήρης αποεπένδυση από τα αναδυόμενα μακροπρόθεσμα κεφάλαια μπορεί να προκαλέσει εκροές ύψους 9,2 δισ. δολαρίων, αν και οι ροές από τις αναπτυγμένες αγορές (DM) ενδέχεται να αντισταθμίσουν αυτές τις εκροές.










