Η σύγκριση του τομέα των τηλεπικοινωνιών αφορά συνολικά 12 χώρες, συμπεριλαμβανομένων της Αυστρίας, του Βελγίου, της Κροατίας, της Γαλλίας, της Γερμανίας, της Ελλάδας, της Ιρλανδίας, της Ιταλίας, της Λιθουανίας, της Ολλανδίας, της Σλοβενίας και της Ισπανίας, οι οποίες λειτουργούν υπό ένα εναρμονισμένο ρυθμιστικό πλαίσιο και χρησιμοποιούν το Ευρώ.
Η μεθοδολογία που ακολουθεί η TEFFICIENT διακρίνεται για την πρωτοτυπία της, καθώς βασίζεται σε πραγματικά, απολογιστικά οικονομικά δεδομένα προερχόμενα από τους ισολογισμούς των παρόχων, αντί σε διαφημιστικές ή εκτιμώμενες πληροφορίες. Αυτή η προσέγγιση αξιοποιεί στοιχεία πραγματικής κατανάλωσης και πραγματικά έσοδα, προκειμένου να καταγράψει με ακρίβεια τα επίπεδα τιμών. Σε αντίθεση, οι συγκρίσεις που βασίζονται σε διαφημιζόμενες προσφορές δεν αποτυπώνουν αξιόπιστα τις συμφωνίες που πραγματοποιούνται κατά την ανανέωση συμβολαίων ή σε περιπτώσεις αλλαγής παρόχου, καθώς συχνά λειτουργούν ως «στιγμιότυπα» τιμών τη στιγμή της συλλογής δεδομένων.
Σύγκριση των συγκριτικών επιπέδων τιμών το 2024 για τις χώρες της ομάδας σύγκρισης [πηγή: Eurostat, 10 Ιουλίου 2025]
Οι συγκρίσεις τιμών μεταξύ κρατών μελών διεξάγονται με ή χωρίς την συμπερίληψη των επικοινωνιών μηχανής με μηχανή (Machine-to-Machine – M2M). Παράλληλα, τα αποτελέσματα παρουσιάζονται με ή χωρίς προσαρμογές βάσει Συγκριτικών Επιπέδων Τιμών (Comparative Price Levels – CPLs) ανάμεσα στις χώρες.
Από τα βασικά ευρήματα για την Ελλάδα, το μέσο έσοδο ανά χρήστη (ARPU) το 2024 διαμορφώθηκε στα 12,7 ευρώ χωρίς προσαρμογή επιπέδων τιμών, κατατάσσοντας τη χώρα χαμηλότερα από τη διάμεση τιμή των χωρών της σύγκρισης, η οποία ήταν 15,2 ευρώ. Η Ιρλανδία καταγράφει την υψηλότερη τιμή ARPU με 23 ευρώ. Εφόσον προσαρμόσουμε τα επίπεδα τιμών με σημείο αναφοράς το ARPU της Ελλάδας, η διάμεση τιμή φτάνει τα 11,9 ευρώ.
Η χρήση δεδομένων στην Ελλάδα για το έτος 2024 ανήλθε σε 12,5 GB εντός κάθε μήνα ανά συνδρομή—κάτω από τη μέση διάμεση τιμή των χωρών που συγκρίθηκαν. Αντίθετα, η Αυστρία διατηρεί την πρωτοκαθεδρία με 31,9 GB. Ωστόσο, εντυπωσιακό είναι το γεγονός ότι στην Ελλάδα παρατηρήθηκε η μεγαλύτερη αύξηση στην κατανάλωση δεδομένων μεταξύ 2019-2024, φτάνοντας το 51%.
Στη μέτρηση της κατανάλωσης ομιλίας ανά συνδρομητή, η Ελλάδα κατέχει την υψηλότερη θέση από τις χώρες της μελέτης, με 288 λεπτά μηνιαίως το 2024, ενώ παρουσίασε και τη μεγαλύτερη σύνθετη ετήσια αύξηση (CAGR +7%).
Τα συνολικά έσοδα ανά Gigabyte για τη χρήση δεδομένων στην Ελλάδα είναι ελαφρώς υψηλότερα από τη διάμεση τιμή, ωστόσο καταγράφουν τη μεγαλύτερη πτώση στην περίοδο 2019-2024 (CAGR -33%) σε σύγκριση με τους υπόλοιπους συμμετέχοντες. Ομοίως, τα έσοδα από υπηρεσίες ομιλίας ανά λεπτό πλησιάζουν τη διάμεση τιμή αλλά καταγράφουν τη μεγαλύτερη πτωτική τάση (-8%) στο ίδιο χρονικό διάστημα.
Με δεδομένα όλα αυτά, οι συνδρομητές στην Ελλάδα φαίνεται να καταβάλλουν ένα τυπικό μηνιαίο ποσό, χρησιμοποιώντας σχετικά λιγότερα δεδομένα και περισσότερο χρόνο ομιλίας σε σύγκριση με τις άλλες χώρες της μελέτης. Δεδομένου ότι η ομιλία συνήθως χρεώνεται με σταθερή τιμολόγηση, η αναλογία αξίας-τιμής τείνει να μετατοπίζεται προς τη χρήση δεδομένων. Όσον αφορά τη συνολική σχέση αξίας/τιμής, η Ελλάδα δεν κατατάσσεται στην κατηγορία των πιο αδύναμων χωρών και εμφανίζει πλέον ευθυγράμμιση με χώρες όπως η Ισπανία και η Γαλλία, απομακρυνόμενη από χαμηλότερες επιδόσεις όπως αυτές του Βελγίου, της Γερμανίας και της Ολλανδίας.










