Σύμφωνα με πρόσφατη ανάλυση της Eurobank, το διαθέσιμο εισόδημα των ελληνικών νοικοκυριών παρουσίασε αύξηση μόλις κατά 1,7% σε πραγματικούς όρους το πρώτο εξάμηνο του 2025. Παρά τη μικρή αυτή αύξηση, η αποταμίευση των νοικοκυριών κατέγραψε αρνητικό πρόσημο, φτάνοντας τα -1,3 δισ. ευρώ ή -3% του ακαθάριστου διαθέσιμου εισοδήματος. Αυτό το φαινόμενο αποκαλύπτει τις προκλήσεις που αντιμετωπίζουν οι πολίτες εν μέσω της αυξανόμενης ακρίβειας.
Αναλυτική παρουσίαση των στοιχείων
Τα δεδομένα σχετικά με την πορεία του διαθέσιμου εισοδήματος (disposable income) στην Ελλάδα προέρχονται από το τελευταίο δελτίο της Eurobank, με τίτλο «Επτά Ημέρες Οικονομία». Τα στοιχεία αυτά αποτυπώνονται σε τρέχουσες τιμές (current prices) και είναι μη εποχικά διορθωμένα. Προέρχονται από τους μη χρηματοοικονομικούς λογαριασμούς του θεσμικού τομέα της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής (ΕΛΣΤΑΤ).
Οι λογαριασμοί αυτοί χωρίζουν την οικονομία σε επιμέρους φορείς όπως μη χρηματοοικονομικές εταιρείες, χρηματοοικονομικές εταιρείες, γενική κυβέρνηση, νοικοκυριά και εξωτερικό τομέα, και παρουσιάζουν το κύκλωμα απόκτησης και κατανομής πόρων. Είναι σημαντικό να τονιστεί ότι οι μεταβολές αυτές είναι αθροιστικές (aggregate), γεγονός που υποδηλώνει ότι η ποιοτική και ποσοτική τους επίδραση μπορεί να διαφέρει για κάθε νοικοκυριό.

Το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών στην Ελλάδα διαμορφώθηκε στα €41,9 δισεκ. το β’ τρίμηνο του 2025, σημειώνοντας ετήσια αύξηση κατά 8,1% (€3,2 δισεκ.). Σημαντική είναι η μεταβολή σε πραγματικούς όρους, όπου η αύξηση αυτή περιορίζεται στο 4,8%. Σε επίπεδο εξαμήνου (α’ εξάμηνο 2025), το διαθέσιμο εισόδημα αυξήθηκε κατά 4,9% σε ετήσια βάση (1,7% σε πραγματικούς όρους) ενώ σε σύγκριση με το προ πανδημίας επίπεδο του α’ εξαμήνου 2019, η αύξηση αγγίζει το 28,9% (8,2% σε πραγματικούς όρους).
Ακολουθώντας τη μεθοδολογία των εθνικών λογαριασμών, τα νοικοκυριά αποκτούν εισόδημα κυρίως μέσω της αγοράς εργασίας (εισόδημα από εξαρτημένη εργασία), κερδών από ατομικές επιχειρήσεις, εισοδήματος από κατοικίες και μεταβιβαστικών πληρωμών.


Δημοσιονομικές ανησυχίες
Η πλευρά των λογαριασμών των νοικοκυριών αφορά τις υποχρεώσεις τους, όπως τόκους, τρέχοντες φόρους εισοδήματος και πλούτου, κοινωνικές εισφορές και άλλες τρέχουσες μεταβιβάσεις. Η διαφορά μεταξύ των πόρων που λαμβάνουν και αυτών που καταβάλλουν προσδιορίζει το διαθέσιμο εισόδημα τους. Αυτό το εισόδημα αποδίδεται κυρίως σε κατανάλωση και αποταμίευση, και είναι σημαντικό να σημειωθεί πως οι αποφάσεις των νοικοκυριών για κατανάλωση επηρεάζονται άμεσα από την αποταμίευση και το διαθέσιμο εισόδημα.
Σύμφωνα με τα στοιχεία, το β’ τρίμηνο του 2025 η κατανάλωση των νοικοκυριών ανήλθε σε €43,2 δισεκ., καταγράφοντας ετήσια αύξηση κατά €2,1 δισεκ. ή 5%. Η αποταμίευση, ωστόσο, ήταν αρνητική στα -€1,3 δισεκ. (-3,0% του ακαθάριστου διαθέσιμου εισοδήματος), αν και το ποσοστό αυτό παρουσίασε βελτίωση σε σύγκριση με το προηγούμενο έτος (από -6,1%). Αυτό δείχνει πως οι ανάγκες των νοικοκυριών απαιτούν συνεχή αξιολόγηση των οικονομικών τους επιλογών.


Η επίδραση της απασχόλησης
Όπως δείχνουν τα δεδομένα του Πίνακα 1 και του Διάγραμμα 2, οι αμοιβές εξαρτημένης εργασίας αποτέλεσαν τον κύριο παράγοντα αύξησης του διαθέσιμου εισοδήματος, διαμορφούμενες στα €22,3 δισεκ., με ετήσια αύξηση κατά €1,5 δισεκ. ή 7%. Αυτή η αύξηση οφείλεται κυρίως στην άνοδο των αμοιβών ανά απασχολούμενο (4,3%) και στην αύξηση του αριθμού των απασχολούμενων (2,6%).
Η ευνοϊκή κατάσταση στην αγορά εργασίας -όπως η μείωση της ανεργίας και η αύξηση των μισθών- αντικατοπτρίζεται στο διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών, προσπαθώντας να αντισταθμίσει τις αρνητικές συνέπειες του πληθωρισμού που πλήττει σημαντικά τα ελληνικά νοικοκυριά.
Επιπλέον, σημαντική συμβολή στην αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματος έχουν το εισόδημα περιουσίας, το μικτό εισόδημα και το λειτουργικό πλεόνασμα που προέρχονται από την ιδιοκτησία κατοικιών.










