Μία από τις πιο σημαντικές ανακαλύψεις των τελευταίων ετών στον τομέα του μεταβολισμού προέρχεται από το University of Texas Southwestern, και αναδεικνύει έναν νέο, απρόσμενο παράγοντα που επηρεάζει τον τρόπο με τον οποίο τα λιποκύτταρα αποθηκεύουν λίπος. Αυτή η μικροσκοπική πρωτεΐνη φαίνεται να παίζει καθοριστικό ρόλο στο πόσο λίπος μπορεί να χωρέσει κάθε κύτταρο, ανοίγοντας νέους δρόμους στην προσπάθεια αντιμετώπισης της παχυσαρκίας και των σχετικών μεταβολικών νοσημάτων.
Το πρόβλημα είναι γνωστό: τα λιποκύτταρα προσλαμβάνουν λίπος με τη μορφή λιπιδικών θύλακων, οι οποίοι συσσωρεύονται όταν δεν χρησιμοποιούνται ως πηγή ενέργειας. Αυτό το «φούσκωμα» των κυττάρων δεν επηρεάζει μόνο την παχυσαρκία, αλλά σχετίζεται επίσης με παθήσεις όπως ο διαβήτης τύπου 2, η λιπώδης διήθηση του ήπατος και η λιποδυστροφία. Όμως, ενώ η επιστήμη επί δεκαετίες εστίαζε στο αποτέλεσμα, τώρα αρχίζει να εντοπίζει τους μηχανισμούς που προκαλούν αυτά τα φαινόμενα.
Κεντρικό ρόλο στην έρευνα διαδραματίζει η πρωτεΐνη αδιπογενίνη. Αν και είχε ανακαλυφθεί και στο παρελθόν, η λειτουργία της παρέμενε ανεξερεύνητη. Προγενέστερες μελέτες είχαν υποδείξει ότι η πρωτεΐνη σεϊπίνη είναι κρίσιμη για την αποθήκευση λιπιδίων, αλλά οι μηχανισμοί που την ενισχύουν δεν ήταν ξεκάθαροι. Η νέα έρευνα αποκαλύπτει ότι η αδιπογενίνη δεν είναι απλώς υποστηρικτική στη διαδικασία, αλλά λειτουργεί ως μοριακός διακόπτης που ελέγχει το μέγεθος των λιπιδικών σταγονιδίων και, κατ’ επέκταση, το μέγεθος των λιποκυττάρων.
Για να καταλήξουν σε αυτές τις ανακαλύψεις, οι επιστήμονες χρησιμοποίησαν κρυοηλεκτρονική μικροσκοπία, μια τεχνική που επιτρέπει την απεικόνιση των μορίων σε εξαιρετικά υψηλή ανάλυση. Διαπίστωσαν ότι η αδιπογενίνη ενισχύει τη δομική σταθερότητα της σεϊπίνης και διευκολύνει την ικανότητά της να σχηματίζει και να μεταφέρει λιπιδικά σταγονίδια εντός των κυττάρων. Με απλά λόγια, η αδιπογενίνη καθιστά τα λιποκύτταρα ικανά να χωρούν περισσότερες ποσότητες λίπους.
Τα αποτελέσματα από πειραματόζωα είναι συνταρακτικά. Όταν οι ερευνητές εμπόδισαν την παραγωγή αδιπογενίνης σε ποντίκια, παρατήρησαν ότι τα λιποκύτταρά τους παρέμειναν μικρότερα, με λιγότερους λιπιδικούς θύλακες. Αντίθετα, στα ποντίκια που παρουσίαζαν υπερπαραγωγή της πρωτεΐνης, τα κύτταρα αυξήθηκαν σε μέγεθος. Η αδιπογενίνη λειτούργησε ως ρυθμιστής που καθόριζε το «φορτίο» που μπορούσε να διαχειριστεί κάθε κύτταρο.
Σύμφωνα με τον Philipp Scherer από το UT Southwestern, αυτή η ανακάλυψη έχει άμεσες κλινικές προεκτάσεις. Η αδιπογενίνη αναδεικνύεται σε πιθανό θεραπευτικό στόχο, προσδιορίζοντας έναν τρόπο να σταματήσει κανείς την υπερβολική αποθήκευση λίπους προτού αυτή καν αρχίσει. Εφόσον η πρωτεΐνη λειτουργεί ως μοχλός για τη δράση της σεϊπίνης, η αναστολή της θα μπορούσε να περιορίσει το μέγεθος των λιποκυττάρων, καθιστώντας την παχυσαρκία πιο δύσκολη να αναπτυχθεί και πιο εύκολη να ελεγχθεί.
Η έρευνα επισημαίνει και μια πιο λεπτή πτυχή του μεταβολισμού: δεν είναι όλες οι μορφές αποθήκευσης λίπους απαραίτητα επιβλαβείς. Σε ορισμένες καταστάσεις, όπως η λιποδυστροφία, το πρόβλημα εδράζεται στην αδυναμία σωστής αποθήκευσης, που οδηγεί σε επικίνδυνη συσσώρευση λίπους στα όργανα. Η αδιπογενίνη επομένως θα μπορούσε να γίνει εργαλείο, είτε για να περιορίσει την παθολογική αποθήκευση λίπους είτε για να ενισχύσει την υγιή αποθήκευση όταν απαιτείται.
Το γεγονός ότι αυτή η μελέτη επιλέχθηκε για το εξώφυλλο του Science δεν προκαλεί έκπληξη. Παρέχει νέα ερμηνεία σε ένα πρόβλημα που η επιστήμη θεωρούσε ότι το κατανόησε πλήρως. Η ανακάλυψη ενός μοριακού διακόπτη που αυξάνει ή μειώνει την ικανότητα αποθήκευσης λίπους ανοίγει νέες προοπτικές για θεραπείες που δεν στοχεύουν μόνο στη μείωση βάρους αλλά και στην αναδιοργάνωση της διαχείρισης της ενέργειας στα κύτταρα.
Αν η αδιπογενίνη αποδειχθεί ασφαλής στόχος για φαρμακευτική παρέμβαση, θα μπορούσαμε να δούμε μια νέα γενιά θεραπειών που δεν περιορίζονται μόνο στην ορμονική ή συμπεριφορική παρέμβαση, αλλά επεμβαίνουν άμεσα στους κυτταρικούς μηχανισμούς. Αυτή η προσέγγιση θα μπορούσε να επιτρέψει τις θεραπείες να αποτρέπουν την παχυσαρκία πριν αυτή εμφανιστεί ορατά, και να ενισχύσουν τη σωστή λειτουργία του λιπώδους ιστού σε εκείνους που την χρειάζονται.










