Μία νέα μελέτη από την Ελλάδα αποκαλύπτει ότι ένας συνδυασμός διατροφικών συμπληρωμάτων μπορεί να προσφέρει σημαντική ανακούφιση από το βουητό στα αυτιά (εμβοές), όταν τα συστατικά αυτά καταναλώνονται καθημερινά. Οι ερευνητές διεξήγαγαν αυτή τη μελέτη προκειμένου να εξετάσουν την επίδραση του συμπληρώματος στην ποιότητα ζωής των ασθενών.
Η ομάδα των επιστημόνων, με επικεφαλής τον καθηγητή Ωτορινολαρυγγολογίας κ. Παύλο Μαραγκουδάκη, αποτελείται από ερευνητές του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών και του Γενικού Νοσοκομείου Αττικής «Σισμανόγλειο», καθώς και άλλων ερευνητικών κέντρων. Κατά τη διάρκεια της μελέτης, χορηγήθηκε σε μία ομάδα ασθενών ένα συμπλήρωμα που περιλάμβανε Ginkgo biloba, μαγνήσιο, ψευδάργυρο, βιταμίνη B12 και μελατονίνη.
Η επίδραση του συμπληρώματος έγινε εμφανής μετά από τρεις μήνες: οι ασθενείς ανέφεραν βελτίωση στα συμπτώματα και στην ποιότητα ζωής τους. Τα αποτελέσματα αυτά δημοσιεύθηκαν στο επιστημονικό περιοδικό Cureus, το οποίο φημίζεται για την αναγνώρισή του στον τομέα των ιατρικών ερευνών.
Οι εμβοές είναι μία κοινή ακουστική διαταραχή που χαρακτηρίζεται από κουδούνισμα ή βουητό στα αυτιά, χωρίς εξωτερικό ήχο να τις προκαλεί. Οι εκτιμήσεις δείχνουν ότι το φαινόμενο αυτό πλήττει το 10-15% του πληθυσμού. Αν και δεν είναι νόσος καθαυτή, συχνά σχετίζεται με βαρηκοΐα, με την έκθεση σε δυνατούς ήχους, τη γήρανση ή άλλες ιατρικές καταστάσεις.
Η επίδραση των εμβοών στη ζωή των ασθενών μπορεί να είναι σοβαρή: για ορισμένους, είναι μία ήπια περιστασιακή ενόχληση, ενώ για άλλους μπορεί να εξελιχθεί σε χρόνια κατάσταση που επηρεάζει τον ύπνο, τη συγκέντρωση και τη συνολική ευεξία τους.
Η μελέτη, γνωστή ως M.E.S.T (Memotin Effectiveness in Subjective Tinnitus), συμπεριέλαβε 174 ασθενείς από 26 ωτορινολαρυγγολογικά ιατρεία σε όλη την Ελλάδα. Η διάμεση ηλικία των συμμετεχόντων ήταν 58 έτη, με το 48% αυτών να είναι γυναίκες.
Ο κ. Μαραγκουδάκης και η ομάδα του σύστησαν στους συμμετέχοντες να λαμβάνουν μία κάψουλα του συμπληρώματος κάθε βράδυ, 30 λεπτά πριν από τον ύπνο. Κάθε κάψουλα περιείχε 60 mg Ginkgo biloba, 220 mg μαγνησίου, 10 mg ψευδαργύρου, 0.0025 mg βιταμίνης B12 και 1.9 mg μελατονίνης, συστατικά που προσφέρουν ποικιλία ωφελειών στην ακοή.
Πιο συγκεκριμένα, το Ginkgo biloba έχει αποδεδειγμένα ικανότητες να βελτιώνει τη ροή του αίματος στο έσω ους και να μειώνει το οξειδωτικό στρες. Το μαγνήσιο προστατεύει από τις βλάβες που προκαλούνται στον κοχλία λόγω της βαρηκοΐας, ενώ η μελατονίνη έχει αναγνωριστεί για τις αναπνευστικές της ιδιότητες και την ικανότητά της να βελτιώνει τον ύπνο. Ο ψευδάργυρος και η βιταμίνη B12 υποστηρίζουν τη νευρική λειτουργία, συμβάλλοντας στην ανακούφιση από τις εμβοές.
Εντυπωσιακά, το 80% των συμμετεχόντων παρουσίασαν σημαντική βελτίωση στον δείκτη THI (Tinnitus Handicap Inventory) μετά από τρεις μήνες. Συγκεκριμένα, η μέση μείωση του δείκτη ήταν 46%, υποδεικνύοντας βελτίωση στην ποιότητα ζωής τους. Ενώ αρχικά μόνο το 22% δήλωσε ότι οι εμβοές δεν επηρεάζουν τον ύπνο τους, στο τέλος της μελέτης το ποσοστό αυτό ανέβηκε στο 52%. Επιπλέον, οι συμμετέχοντες που ζούσαν καθημερινά την ενοχλητική εμπειρία των εμβοών μείωσαν από 37% σε 6% κατά τη διάρκεια του ύπνου.
Η μελέτη επίσης εντόπισε ότι τα συμπτώματα εμβοών ανακουφίστηκαν σε προοδευτικά ενδιαφέροντα επίπεδα. Ενώ αρχικά το 35% των συμμετεχόντων είχαν ήπιες εμβοές, έως το τέλος το ποσοστό αυτό αυξήθηκε σε 80%. Παράλληλα, άλλες ψυχολογικές παράμετροι παρουσίασαν επίσης σημαντικές βελτιώσεις.
Το συμπλήρωμα είχε εξαιρετικό προφίλ ασφαλείας, με μόνο 2,3% των συμμετεχόντων να αναφέρουν ήπιες ανεπιθύμητες ενέργειες, οι οποίες δεν απαιτούσαν διακοπή της θεραπείας. Αυτό δείχνει την ασφάλεια και την αποτελεσματικότητα του συμπληρώματος για τους χρήστες του.
«Οι έρευνές μας υποδεικνύουν ότι ο συνδυασμός αυτών των συστατικών συμβάλλει στην αγγειακή υγεία και την προστασία του νευρικού συστήματος – δύο κρίσιμους παράγοντες της παθοφυσιολογίας των εμβοών», δήλωσε ο κ. Μαραγκουδάκης. «Τα αποτελέσματα δείχνουν ότι το συμπλήρωμα Memotin μπορεί σημαντικά να μειώσει τις σοβαρές εμβοές και να βελτιώσει την ποιότητα ζωής των ασθενών».
Οι ερευνητές τονίζουν ότι είναι απαραίτητο να διενεργηθούν μελέτες με μεγαλύτερο αριθμό συμμετεχόντων και μακροχρόνια παρακολούθηση για να διαπιστωθεί η βιωσιμότητα και η αποτελεσματικότητα του συμπληρώματος στο πέρασμα του χρόνου.










