Το πρόγραμμα Earth Rover αξιοποιεί καινοτόμες τεχνολογίες για τη μέτρηση του φλοιού της Γης, την κατανόηση των σεισμών και την ανίχνευση υδρογονανθράκων. Οι επιστήμονες χρησιμοποιούν την εδαφο-σεισμολογία για την λεπτομερή χαρτογράφηση των εδαφών του πλανήτη μας. Η διαδικασία περιλαμβάνει την τοποθέτηση ενός μεταλλικού κομματιού στο έδαφος και την πρόκληση δόνησης με σφυρί, ώστε να μετρηθούν τα επιστρεφόμενα σεισμικά κύματα που αποκαλύπτουν τις υποκείμενες γεωλογικές δομές, όπως βράχοι και συμπιεσμένο έδαφος, καθώς και οι δομές που εισάγουν γαιοσκώληκες και μικροοργανισμούς.
Αυτά τα κύματα παρέχουν πολύτιμες πληροφορίες και για άλλες παραμέτρους, όπως η ξηρότητα του εδάφους, γεγονός που βοηθά τις αγροτικές κοινότητες να γνωρίζουν πότε χρειάζονται περισσότερες ποσότητες νερού, ενώ προσδιορίζει και την έκταση της μικροβιακής ζωής, δίνοντας τη δυνατότητα στους αγρότες να προσθέσουν οργανική ύλη.
Μια μη κερδοσκοπική οργάνωση προγραμματίζει να αξιοποιήσει αυτή την τεχνολογία και να προσφέρει μια δωρεάν εφαρμογή στους αγρότες, ώστε να μπορούν να παρακολουθούν την υγεία του εδάφους τους και να λαμβάνουν συμβουλές για τη βελτίωσή του.
Ο οικολόγος εδάφους και καθηγητής Σάιμον Τζέφερι επισημαίνει ότι «το έδαφος είναι ένας από τους πιο πολύτιμους πόρους μας. Το 99% των θερμίδων που καταναλώνουμε προέρχεται από το έδαφος, είτε μέσα από τα φυτά που τρώμε είτε μέσω των ζώων που τρέφονται με αυτά τα φυτά. Παρά την αξία του, παραμένει υποτιμημένο». Χωρίς έδαφος, η ανθρώπινη ζωή δεν θα ήταν δυνατή.
Ωστόσο, οι κακές γεωργικές πρακτικές, η διάβρωση και οι επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής έχουν σοβαρές συνέπειες για τη γη μας, μειώνοντας τις παγκόσμιες αποδόσεις καλλιεργειών κατά 50% σε ορισμένες περιοχές, εν μέσω αυξανόμενου πληθυσμού. Είναι δύσκολο για τους αγρότες να διαχειριστούν τα προβλήματα του εδάφους, κυρίως λόγω της έλλειψης λεπτομερούς χαρτογράφησης. Οι αποδόσεις μπορεί να διαφέρουν σημαντικά εντός του ίδιου χωραφιού, εξαιτίας κρυφών παραμέτρων του εδάφους που δεν είναι ανιχνεύσιμες από την επιφάνεια.

Ο Πήτερ Μοσόνγκο, εδαφολόγος από την Κένυα, σημειώνει ότι η τεχνολογία αυτή μπορεί να αλλάξει τη ζωή των αγροτών. «Πολλοί αγρότες δεν έχουν πρόσβαση σε εργαστήρια για δειγματοληψία εδάφους, καθώς αυτά βρίσκονται μακριά. Η τεχνολογία μας μπορεί να εντοπίσει περιοχές με συμπύκνωση υπεδάφους, μειώνοντας τον κίνδυνο πλημμύρας και αυξάνοντας τις αποδόσεις των καλλιεργειών», λέει ο Μοσόνγκο.
«Αν μπορέσουμε να ενισχύσουμε τη γονιμότητα του εδάφους, θα μπορέσουμε να αντιμετωπίσουμε την επισιτιστική κρίση. Αυτή η νέα μέθοδος θα συμβάλει στη διάγνωση προβλημάτων του εδάφους, επιτρέποντας στους αγρότες να λάβουν διορθωτικά μέτρα, όπως η προσθήκη οργανικής ύλης», προσθέτει.
«Το έδαφος είναι ακόμα άγνωστο σε πολλές πτυχές του», αναφέρει ο Τζέφερι. Ειδικότερα, στο Ηνωμένο Βασίλειο, που διαθέτει τον πιο ακριβή χάρτη εδάφους στον κόσμο, ακόμα και εκείνος δεν είναι αρκετά λεπτομερής, καθώς παραλείπει να αποτυπώσει όλους τους διαφορετικούς τύπους εδάφους.
«Στην περιοχή μου, στο Χάρπερ Άνταμς – ένα γεωργικό πανεπιστήμιο στην κεντρική Αγγλία – οι χάρτες δείχνουν μόνο τρεις τύπους εδάφους, ενώ στην πραγματικότητα εντοπίζουμε 18 διαφορετικούς τύπους», προσθέτει ο επιστήμονας.

«Η κατάσταση είναι ακόμα πιο δύσκολη σε πολλές χώρες της Αφρικής», δήλωσε ο Μοσόνγκο. Οι χάρτες εδάφους πολλές φορές βασίζονται σε ελάχιστα δείγματα, αφήνοντας τους αγρότες χωρίς απαραίτητα στοιχεία για την αντιμετώπιση των εδαφικών προβλημάτων.
Είναι κρίσιμο να προστατέψουμε το έδαφος από τη διάβρωση και την υποβάθμιση. Στο Ηνωμένο Βασίλειο χρειάζονται περίπου 500 χρόνια για τη δημιουργία 1 εκατοστού εδάφους, αλλά αυτό μπορεί να χαθεί σε ένα μόνο απόγευμα. Αυτή η κατάσταση οδηγεί σε ιζήματα στα ποτάμια και στη θάλασσα, που δεν είναι αναστρέψιμα. «Αν εξαφανιστεί το έδαφος, θα τελειώσουν και τα τρόφιμα», προειδοποιούν οι επιστήμονες.
Αυτή η νέα μέθοδος μπορεί επιπλέον να χρησιμοποιηθεί για τη μέτρηση του άνθρακα στο έδαφος, βελτιώνοντας την κατανόηση μας γύρω από αυτό, που σήμερα βασίζεται σε υποθέσεις.
Ο Έινταν Κιθ, οικολόγος εδάφους στο Κέντρο Οικολογίας και Υδρολογίας του Ηνωμένου Βασιλείου, θεωρεί τη μέθοδο «ιδιαίτερα υποσχόμενη». Υπογραμμίζει ότι είναι σημαντική η διεπιστημονική συνεργασία για την καλύτερη ερμηνεία των παρατηρούμενων δεδομένων.
Πηγή: The Guardian










