Το νέο στέλεχος της γρίπης Η3Ν2 είναι ένας υποτύπος του τύπου Α, γνωστός για την επιθετική του δράση. Μεταδίδεται μέσω σταγονιδίων, αερομεταφερόμενων ιών, επαφής με μολυσμένες επιφάνειες και αγγίγματος του προσώπου (μύτη, στόμα, μάτια).
Ο ιός της γρίπης Α διαθέτει δύο σημαντικές επιφανειακές πρωτεΐνες: την Η (Αιμαγλουτινίνη) και την Ν (Νευραμινιδάση). Αυτές οι πρωτεΐνες διευκολύνουν την προσκόλληση του ιού στα ανθρώπινα κύτταρα και την εξάπλωσή του. Ο συνδυασμός αυτός καθιστά τον ιό Η3Ν2 πιο επιβλαβή σε σύγκριση με τον Η1Ν1 και άλλους ιούς γρίπης. Στην Ινδία, η γρίπη αυτή εμφανίζεται κυκλικά, ιδίως κατά την εποχή των μουσώνων και το χειμώνα, αλλά και κατά τη διάρκεια της σχολικής χρονιάς. Η γρίπη είναι μεταλλασσόμενη, γι’ αυτό παιδιά που έχουν μολυνθεί πέρυσι μπορεί να νοσήσουν και φέτος. Αυτή τη στιγμή, παρατηρείται έξαρση κρουσμάτων στην Αγγλία, ιδιαίτερα στο Λονδίνο, με 1715 επιβεβαιωμένα κρούσματα να οδηγούνται σε νοσοκομεία, σύμφωνα με τις Υγειονομικές Αρχές.
Συμπτώματα της γρίπης Η3Ν2
Τα συμπτώματα περιλαμβάνουν: υψηλό πυρετό, ρίγη, μυαλγίες, αρθραλγίες, ξηρό βήχα, πονόλαιμο, κόπωση, πονοκέφαλο και πεπτικά προβλήματα (όπως ναυτία, έμετο, διάρροια, κυρίως στα παιδιά). Μπορεί επίσης να παρουσιαστούν καταρροή, ρινική συμφόρηση και πρησμένοι λεμφαδένες. Λιγότερο συχνά, εμφανίζονται θωρακική δυσφορία, κόκκινα πρησμένα μάτια και ζάλη λόγω αφυδάτωσης. Αυτά τα συμπτώματα μπορεί να διαρκέσουν έως δύο εβδομάδες. Αξιοσημείωτο είναι ότι η γρίπη χαρακτηρίζεται από ξαφνική έναρξη συμπτωμάτων, ισχυρότερο σωματικό πόνο και υψηλότερο πυρετό, σε σύγκριση με τη λοίμωξη από τον ιό Covid-19 που έχει ως κύριο σύμπτωμα την απώλεια της όσφρησης.
Διάγνωση και θεραπεία
Η διάγνωση γίνεται μέσω κλινικής εξέτασης από τον θεράποντα ιατρό και εργαστηριακών εξετάσεων, όπως το τεστ αντιγόνων ή PCR (Polymerase chain reaction), για επιβεβαίωση της λοίμωξης.
Για τη θεραπεία προτείνεται ξεκούραση, άφθονα υγρά για ενυδάτωση, καθώς και αντιπυρετικά και παυσίπονα, όπως η παρακεταμόλη και η ιβουπροφαίνη. Σε άτομα υψηλού κινδύνου ή με χρόνιες νόσους μπορεί να χρειαστούν αντιικά φάρμακα, όπως τα zanamivir και oseltamivir, τα οποία πρέπει να χορηγούνται εντός 48 ωρών για να αποτραπεί η επιπλοκή. Να σημειωθεί ότι τα αντιβιοτικά δεν προσφέρουν καμία προστασία. Σημαντική είναι επίσης η ετήσια εμβολιαστική κάλυψη, η οποία πρέπει να πραγματοποιείται έως τον Ιανουάριο κάθε έτους για αποτελεσματική πρόληψη.
Marianna Diomidous MD, RN, MPH, MSc, PhD
Καθηγήτρια Επιδημιολογίας & Δημόσιας Υγείας
Τμήμα Δημόσιας Υγείας
Σχολή Νοσηλευτικής
Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών










