Η αξιολόγηση της φρεσκάδας ενός ψαριού παραδοσιακά στηρίζεται στην εμπειρία. Ωστόσο, μια καινοτόμα συσκευή–αισθητήρας που ανέπτυξαν ερευνητές στην Αυστραλία προσφέρει πλέον άμεσες και αξιόπιστες απαντήσεις σε μόλις δύο λεπτά.
Μετά τον θάνατο ενός ψαριού, οι ενώσεις στη σάρκα του αρχίζουν να αποδομούνται, οδηγώντας στη δημιουργία μιας ένωσης γνωστής ως υποξανθίνη (HX). Οι συγκεντρώσεις της HX αυξάνονται όσο περνά ο χρόνος από το θάνατο του ψαριού και θεωρούνται αξιόπιστος δείκτης φρεσκάδας. Η πρόκληση είναι ότι οι παραδοσιακές μέθοδοι μέτρησης της HX απαιτούν εξειδικευμένο εργαστηριακό εξοπλισμό, κάτι που είναι δύσκολο να εφαρμοστεί σε καθημερινές ρυθμίσεις όπως είναι το σπίτι ή ένα εστιατόριο.
Υπό αυτό το πρίσμα, επιστήμονες από τα Πανεπιστήμια Ντίκιν και Μόνας στην Αυστραλία ανέπτυξαν έναν μικρό αισθητήρα που διαθέτει ένα πλέγμα 4×4 μικροβελόνων. Αυτές οι μικροβελόνες είναι πολύ λεπτές και αιχμηρές, παρόμοιες με εκείνες που χρησιμοποιούνται στη χορήγηση φαρμάκων μέσω της επιδερμίδας.
Για τη συγκεκριμένη εφαρμογή, οι μικροβελόνες είναι επικαλυμμένες με νανοσωματίδια χρυσού και ξανθινοξειδάσης – ένα ένζυμο που διασπά την HX. Όταν οι βελόνες εισχωρούν στη σάρκα του ψαριού, το ένζυμο δρα πάνω στην HX, προκαλώντας μια μεταβολή στο ηλεκτρικό δυναμικό του ιστού. Ο αισθητήρας μετρά αυτήν την αλλαγή και προσφέρει μια αντικειμενική εκτίμηση της φρεσκάδας του ψαριού.
Η τεχνολογία δοκιμάστηκε σε κομμάτια σολομού που είχαν εκτεθεί σε θερμοκρασία δωματίου για έως και 48 ώρες, και ανέδειξε την ικανότητά της να ανιχνεύει συγκεντρώσεις HX χαμηλότερες από 500 μέρη ανά δισεκατομμύριο, επίπεδο που θεωρείται «πολύ φρέσκο», σε μόλις 100 δευτερόλεπτα. Οι μετρήσεις της συσκευής συμφώνησαν επίσης με τις αντίστοιχες ενός εμπορικώς διαθέσιμου εργαστηριακού κιτ.
Η μελέτη δημοσιεύθηκε πρόσφατα στο περιοδικό ACSSensors.
ΠΗΓΗ: New Atlas










