Σύμφωνα με νέα έκθεση του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ, ο κλάδος της τεχνολογίας έχει τη δυναμική να απελευθερώσει αξία που ανέρχεται σε 800 δισεκατομμύρια δολάρια έως το 2030, εφόσον η προστασία της φύσης γίνει θεμέλιος λίθος στις λειτουργίες του και τις αλυσίδες εφοδιασμού. Αυτή η χρηματική εκτίμηση αποτελεί μέρος μιας ευρύτερης επιχειρηματικής ευκαιρίας που αγγίζει τα 10,1 τρισεκατομμύρια δολάρια, προκύπτοντας από την ευρεία υιοθέτηση λύσεων με θετικό αντίκτυπο στη φύση από τον ιδιωτικό τομέα.
Περίπου το 50% από αυτά τα αναμενόμενα έσοδα προέρχεται από δραστηριότητες που σχετίζονται με την παραγωγή στην ενέργεια και τον εξορυκτικό τομέα, όπως η επέκταση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας και η προώθηση της κυκλικής κατασκευής συσκευών. Αυτά τα ευρήματα προκύπτουν από την έκθεση «Nature Positive: Role of the Technology Sector», που εκπονήθηκε σε συνεργασία με την Oliver Wyman. Αξιοσημείωτο είναι ότι ένα επιπλέον τρίτο της αξίας αναμένεται να προέλθει από τις υποδομές και το δομημένο περιβάλλον, συμπεριλαμβανομένων των ενεργειακά αποδοτικών κτιρίων και των έξυπνων συστημάτων μέτρησης. Το υπόλοιπο προέρχεται από δυνατότητες αποκατάστασης της φύσης και βιώσιμης χρήσης γης.
Η αναμενόμενη ανάπτυξη του τεχνολογικού τομέα παραμένει ισχυρή και ενισχύεται από τις εξελίξεις στην τεχνητή νοημοσύνη, το cloud computing και την κβαντική υπολογιστική. Ωστόσο, αυτή η ανάπτυξη συνεπάγεται και μεγάλες περιβαλλοντικές προκλήσεις, όπως η υπερβολική κατανάλωση νερού και οι εκπομπές CO2. Κάθε χρόνο, παράγονται περισσότερα από 1 τρισεκατομμύριο μικροτσίπ, με τη ζήτηση για κέντρα δεδομένων να προβλέπεται να αυξηθεί κατά 19-22% μέχρι το 2030. Αυτά τα κέντρα καταναλώνουν περισσότερα από 60 gigawatts, κάτι που ισοδυναμεί με την ηλεκτρική κατανάλωση ολόκληρης της Καλιφόρνιας. Το γεγονός αυτό αναδεικνύει τη σημασία της βιωσιμότητας και της κυκλικής οικονομίας στην παραγωγή υλικών.
«Εάν οι εταιρείες επενδύσουν στη φύση και εξελιχθούν σε μοντέλα καθαρής ανάπτυξης και βιωσιμότητας, θα αποκτήσουν δυνατότητες στο να διαχειρίζονται τους κινδύνους και θα απολαμβάνουν ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα», δήλωσε ο Pim Valdre, Επικεφαλής Κλίματος και Οικονομίας της Φύσης στο Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ. «Η ανάπτυξη υποδομών όπως τα κέντρα δεδομένων συναντά αυστηρό έλεγχο από τις τοπικές κοινότητες, κάτι που καθιστά απαραίτητη τη συνεργασία με τις αρχές για τη διασφάλιση της βιώσιμης ανάπτυξης». Η έκθεση αναδεικνύει επτά κρίσιμες δράσεις σε τομείς όπως η ενέργεια και η ρύπανση που μπορούν να βοηθήσουν τις εταιρείες τεχνολογίας να διαχειριστούν καλύτερα τις επιπτώσεις τους στη φύση.
Ένα παράδειγμα της δυνατότητας αυτής είναι το γεγονός ότι ο τεχνολογικός τομέας ευθύνεται για περίπου το 4% της παγκόσμιας ενέργειας. Φιλόδοξες στρατηγικές όπως η υιοθέτηση ανανεώσιμων πηγών, η βελτίωση της ενεργειακής αποδοτικότητας και η εφαρμογή κυκλικών μοντέλων παραγωγής μπορούν να μειώσουν την περιβαλλοντική επιρροή. Επιπλέον, καινοτομίες όπως η υγρή ψύξη στα κέντρα δεδομένων μπορούν να μειώσουν τις εκπομπές CO2 έως και 21%. Όπως επισήμανε ο Nick Studer, Πρόεδρος και CEO της Oliver Wyman, «έχουμε την ευκαιρία να ηγηθούμε στον τομέα της οικονομικής ανάπτυξης με σεβασμό στη φύση – και αυτή η ευκαιρία δεν περιμένει».










