Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή κάνει ένα σημαντικό βήμα για την αναμόρφωση του τοπίου εργασίας, εστιάζοντας όχι μόνο στη χρηματική αμοιβή των εργαζομένων αλλά και στην ουσία της ίδιας της εργασίας. Με την ανακοίνωση του νέου Οδικού Χάρτη για Ποιοτικές Θέσεις Εργασίας της πολιτικής που σημειώνει την προετοιμασία του υπό κατάρτιση Quality Jobs Act, η συζήτηση μετακινείται από τις κλασικές παραμέτρους της απασχόλησης στην πραγματική ποιότητα των θέσεων εργασίας, συμπεριλαμβανομένων των συνθηκών εργασίας, της σταθερότητας, της ψυχικής υγείας και της συνολικής παραγωγικότητας του εργατικού δυναμικού.
Στους τομείς του logistics, των τηλεφωνικών κέντρων, του λιανεμπορίου και της υγείας, οι απουσίες λόγω υπερκόπωσης αναμένονται να ξεπεράσουν το 9% μέχρι το 2025, όπως αναφέρει η έκθεση της Eurofound.
Αυτή η συζήτηση είναι κάλλιστα αναγκαία, καθώς σχεδόν το 30% των πολιτών της Ευρωπαϊκής Ένωσης αναφέρει ότι βιώνει άγχος ή ψυχική κόπωση σχετική με την εργασία, με τα ποσοστά να έχουν αυξηθεί σε σύγκριση με τρία χρόνια πριν. Στις συγκεκριμένες βιομηχανίες, οι απουσίες λόγω εξουθένωσης είναι προγραμματισμένες να αυξάνονται, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Eurofound.
Η κατάσταση στην Ελλάδα είναι εξαιρετικά απαιτητική, καθώς η χώρα καταγράφει υψηλά ποσοστά «εργαζομένων φτωχών», με την Eurostat να τοποθετεί αυτή την παράμετρο στο 10,7%, ένα από τα υψηλότερα επίπεδα στην ΕΕ. Επίσης, το φορολογικό βάρος παραμένει εξαιρετικά υψηλό, σύμφωνα με την έκθεση Taxing Wages 2025 του ΟΟΣΑ, όπου η συνολική επιβάρυνση για έναν μέσο μισθωτό φτάνει το 39,3%, σε αντίθεση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο που είναι στο 34,9%.
Το νέο μοντέλο εργασίας
Σύμφωνα με τα στοιχεία του ΙΝΕ ΓΣΕΕ, μόλις το 25% των εργαζομένων στη χώρα καλύπτεται από συλλογικές συμβάσεις, αποδεικνύοντας την απόσταση της Ελλάδας από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο.
Η νέα συμφωνία μεταξύ των κοινωνικών εταίρων στοχεύει στην αύξηση αυτού του ποσοστού στο 40%-45% μέσα στα επόμενα δύο χρόνια. Αυτή η εξέλιξη θα μπορούσε να ανατροφοδοτήσει τη διαδικασία καθορισμού των μισθών και των όρων εργασίας στο ελληνικό παράδειγμα.
Η Ελλάδα βρίσκεται σε μια κρίσιμη καμπή, προσπαθώντας να ευθυγραμμιστεί με το νέο ευρωπαϊκό μοντέλο, εν μέσω μιας οικονομίας που εξαρτάται από κλάδους με ποικιλία προκλήσεων. Στον τομέα του τουρισμού και της εστίασης, κλάδους που απασχολούν πάνω από 700.000 εργαζόμενους, οι εποχικές αλλαγές και οι συνθήκες εντατικής εργασίας καθιστούν δύσκολη την υιοθέτηση μιας κουλτούρας ποιοτικών θέσεων εργασίας. Η ενίσχυση των συλλογικών συμβάσεων μπορεί να προσφέρει μια πιο σταθερή βάση, ωστόσο η εφαρμογή τους παραμένει μία πρόκληση.
Όσον αφορά τους τομείς των logistics και των call centers, οι προκλήσεις είναι ιδιαίτερα έντονες, καθώς η υψηλή παραγωγικότητα συνδυάζεται με καθημερινές ψυχολογικές πιέσεις. Αυτοί οι τομείς εμφανίζουν την μεγαλύτερη αύξηση σε δείκτες εξουθένωσης, γεγονός που μεταφράζεται σε αυξημένες απουσίες και απώλειες παραγωγικότητας. Εάν ο προτεινόμενος ευρωπαϊκός νόμος απαιτήσει από τις επιχειρήσεις τη μέτρηση και τεκμηρίωση των ψυχοκοινωνικών κινδύνων, αυτοί οι κλάδοι θα χρειαστεί να προσαρμοστούν άμεσα, κάτι που θα επηρεάσει το λειτουργικό τους κόστος.
Οι προϋποθέσεις της μετάβασης
Στον τομέα της υγείας, οι προκλήσεις είναι ακόμα πιο κρίσιμες. Η Ελλάδα διαθέτει έναν από τους πιο γερασμένους πληθυσμούς στην ΕΕ, γεγονός που αυξάνει τη ζήτηση για υπηρεσίες υγείας, ενώ το προσωπικό αντιμετωπίζει υψηλά επίπεδα εργασιακής κόπωσης. Εδώ, η έννοια της «ποιοτικής εργασίας» αποκτά νέα διάσταση, συνδέοντας την ανταγωνιστικότητα με τη βιωσιμότητα του ίδιου του συστήματος υγείας. Η Ευρώπη βλέπει αυτόν τον τομέα ως μια σημαντική πηγή ποιοτικών θέσεων εργασίας για τη δεκαετία που έρχεται. Το κρίσιμο ερώτημα παραμένει: μπορεί η Ελλάδα να υποστηρίξει αυτή τη μετάβαση;
Αντίθετα, οι τομείς τεχνολογίας και πράσινης μετάβασης διαθέτουν χαρακτηριστικά που ευθυγραμμίζονται με τις επιδιώξεις της Κομισιόν, όπως είναι η σταθερή απασχόληση, η υψηλότερη εξειδίκευση και οι ισχυρές προοπτικές εξέλιξης. Αυτοί οι τομείς είναι ικανοί να διαμορφώσουν την «νέα μεσαία τάξη» των εργαζομένων, όπου η ποιοτική εργασία αποτελεί όχι μόνο πολιτικό στόχο, αλλά αναπόσπαστο μέρος του επιχειρηματικού μοντέλου. Ωστόσο, η ανάπτυξή τους παραμένει περιορισμένη σε σύγκριση με το σύνολο της ελληνικής οικονομίας.
Η πορεία προς την εκπλήρωση των ευρωπαϊκών στόχων είναι επομένως μια ευρύτερη συζήτηση για την κατεύθυνση της ελληνικής οικονομίας. Αν οι προσπάθειες περιοριστούν σε τομείς υψηλής τεχνολογίας, το συνολικό αποτέλεσμα θα είναι περιορισμένο. Ωστόσο, αν αυτές οι παρεμβάσεις επεκταθούν στους βασικούς τομείς απασχόλησης, όπως ο τουρισμός, το λιανεμπόριο, τα logistics και η υγεία, η χώρα θα μπορέσει να βρεθεί στην πρωτοπορία μιας ευρωπαϊκής αλλαγής που σκοπό έχει να αναβαθμίσει όχι τον αριθμό των εργαζομένων, αλλά την ποιότητα των θέσεων εργασίας.










