Η παγκόσμια αγορά των κέντρων δεδομένων εισέρχεται σε μια νέα φάση στρατηγικής ωρίμανσης, σύμφωνα με τη μελέτη «2030 Global Data Center Forecast» της Bain & Company. Η ζήτηση για χωρητικότητα αναμένεται να διπλασιαστεί και να φτάσει τα 163 gigawatts (GW) έως το 2030. Ενώ στον δημόσιο διάλογο παρατηρούνται αντικρουόμενες απόψεις σχετικά με τις δυνατότητες της Τεχνητής Νοημοσύνης, καθώς και την επιτυχία εντυπωσιακών έργων όπως το «Stargate», το βασικό σενάριο της μελέτης δείχνει ότι η ζήτηση συνεχίζει να είναι ισχυρή, μεταβαίνοντας ωστόσο από έναν αποδιοργανωμένο αγώνα δρόμου σε μια πιο πειθαρχημένη αναπτυξιακή προσέγγιση. Η αγορά εξελίσσεται, και η επιτυχία πλέον δεν εξαρτάται μόνο από την κλίμακα, αλλά και από την ικανότητα υλοποίησης και τη μακροπρόθεσμη στρατηγική. Η πρόοδος επηρεάζεται από καθυστερήσεις στις υποδομές και σημεία συμφόρησης, παρά την ενσωμάτωση της Τεχνητής Νοημοσύνης στις επιχειρησιακές διαδικασίες.
Από τις κύριες προκλήσεις που επηρεάζουν την ανάπτυξη είναι η διαθεσιμότητα ηλεκτρικής ενέργειας, που πλέον υπερτερεί των ελλείψεων σε μικροτσίπ (GPU) και κατασκευαστικά υλικά, τα οποία αρχίζουν σταδιακά να αποκαθίστανται. Σύμφωνα με τις προβλέψεις, τα κέντρα δεδομένων στις Ηνωμένες Πολιτείες θα μπορούσαν να καταναλώνουν μέχρι και 409 TWh έως το 2030, ποσότητα που ισοδυναμεί με το 9% της εθνικής ζήτησης ρεύματος, ξεπερνώντας τις επίσημες εκτιμήσεις. Για την επίλυση αυτού του ζητήματος, προκύπτουν νέα μοντέλα προμήθειας που εστιάζουν στην παραγωγή ενέργειας «behind-the-meter», όπως η ηλιακή ενέργεια και η επαναλειτουργία πυρηνικών σταθμών. Αυτή η προσέγγιση απαιτεί στενή συνεργασία ανάμεσα σε κατασκευαστές, εταιρείες κοινής ωφέλειας και ρυθμιστικές αρχές, καθώς η μακροχρόνια αποφόρτιση του δικτύου προϋποθέτει σημαντική αναβάθμιση των υποδομών.
Η υλοποίηση έργων υποπίπτει σε πρόσθετες προκλήσεις, όπως είναι οι πολυάριθμες καθυστερήσεις στη διασύνδεση με τα δίκτυα και οι χρόνοι παράδοσης εξοπλισμού που κυμαίνονται μεταξύ 8 και 24 μηνών, σε συνδυασμό με την έλλειψη εξειδικευμένου προσωπικού και τις χρονοβόρες διαδικασίες αδειοδότησης. Παρότι η Βόρεια Αμερική αναμένεται να διατηρήσει περίπου το 50% της παγκόσμιας χωρητικότητας έως το 2030, η Ευρώπη και η περιοχή Ασίας-Ειρηνικού αναπτύσσονται ταχύτατα, καθοδηγούμενες από κανονισμούς τοπικού ελέγχου της Τεχνητής Νοημοσύνης (Sovereign AI) και περιβαλλοντικούς στόχους. Οι επιχειρήσεις πλέον εξετάζουν προσεκτικά τις τοποθεσίες για τα νέα κέντρα δεδομένων, δίνοντας προτεραιότητα στη διατήρηση των δεδομένων εντός συνόρων (data localization), στη μείωση της καθυστέρησης απόκρισης (latency) και στη χρήση καθαρών βιώσιμων πηγών ενέργειας.
Η Ευρώπη βρίσκεται σε πορεία ταχύτατου μετασχηματισμού καθώς η έννοια της «Κυρίαρχης Τεχνητής Νοημοσύνης» έχει αναδειχθεί σε κεντρικό άξονα της ψηφιακής στρατηγικής. Οι επενδύσεις απομακρύνονται από κορεσμένες αγορές όπως η Φρανκφούρτη και το Λονδίνο και στρέφονται προς νεότερες τοποθεσίες στη Νότια Ευρώπη, όπως η Ισπανία, η Πορτογαλία και η Ιταλία, καθώς αυτές προσφέρουν περισσότερο χώρο και επαρκή υποδομή. Οι ρυθμιστικές πρωτοβουλίες, όπως το InvestAI για την κινητοποίηση 200 δισεκατομμυρίων ευρώ, ο κανονισμός DORA και η Πράξη της ΕΕ για τα Δεδομένα, λειτουργούν πλέον υποστηρικτικά, κατευθύνοντας κεφάλαια σε τοπικές υποδομές και ενθαρρύνοντας τη δημιουργία περιοχών «sovereign cloud» με βάση τα ευρωπαϊκά πρότυπα.
Στο πλαίσιο αυτό, η Ελλάδα αποκτά σημαντικές προοπτικές εξέλιξης προς ανώτατος περιφερειακό κόμβος, όπως επισημαίνει ο Ανδρέας Κυριλής, Senior Partner της Bain & Company Greece. Ο κ. Κυριλής τονίζει ότι η Ευρώπη επιταχύνει μετά από μια αργή αρχή, επηρεασμένη από τις απαιτήσεις τοπικής αποθήκευσης και τις δημόσιες ψηφιακές εντολές. Παρά τις διαρθρωτικές προκλήσεις στις αδειοδοτήσεις και τις διασυνδέσεις, οι παραδοσιακές ισχυρές αγορές αντιμετωπίζουν κρίσιμες υποδομές που περιορίζουν την ανάπτυξή τους. Ως αποτέλεσμα, οι developers στρέφονται σε αναδυόμενους κόμβους, παρέχοντας στην Ελλάδα τη δυνατότητα να ενταχθεί δυναμικά στο νέο, κατανεμημένο οικοσύστημα των κέντρων δεδομένων που προορίζεται να ενισχύσει την ψηφιακή κυριαρχία και την ενεργειακή αποδοτικότητα.











