Μια εκπληκτική ανακάλυψη από αιγυπτιολόγους έφερε στο φως 225 ταφικά αγαλματίδια στην Τάνιδα, που βρίσκεται στο Δέλτα του Νείλου, αποκαλύπτοντας έτσι την ταυτότητα ενός μυστηριώδους κατοίκου της βασιλικής νεκρόπολης. Η ανακάλυψη εγκαινιάζει νέες προοπτικές στην αρχαιολογική έρευνα και προσφέρει σπάνιες πληροφορίες για την αρχαία Αίγυπτο.
«Αυτή είναι η πρώτη φορά που ανακαλύπτουμε αγαλματίδια σε βασιλικό τάφο στην Τάνιδα από το 1946, και ίσως και από την Κοιλάδα των Βασιλέων», επισήμανε σε συνέντευξη Τύπου ο αιγυπτιολόγος Φρεντερίκ Πεϊροντό, κατά την εκδήλωση που πραγματοποιήθηκε στο Παρίσι.
Η ανακάλυψη πραγματοποιήθηκε «το πρωί της 9ης Οκτωβρίου», δήλωσε ο Πεϊροντό, που κατέχει διευθυντική θέση στη Γαλλική Αρχαιολογική Αποστολή της Τάνιδας, η οποία λειτουργεί υπό την αιγίδα της Σχολής Ανωτάτων Σπουδών του Πανεπιστημίου Επιστημών και Γραμμάτων του Παρισιού (EPHE-PSL).
Η ερευνητική ομάδα είχε ολοκληρώσει την ανασκαφή των τριών άλλων γωνιών ενός στενού τάφου, όπου βρισκόταν μια επιβλητική σαρκοφάγος. «Όταν είδαμε τρία-τέσσερα αγαλματίδια συγκεντωμένα, καταλάβαμε ότι ήταν μια σπουδαία ανακάλυψη», πρόσθεσε ο επιστήμονας.
«Τρέχοντας προς τους συνεργάτες και τους εκπροσώπους των θεσμών, συνειδητοποιήσαμε την έκταση της ανακάλυψης. Παρόλο που ήταν παραμονή Σαββατοκύριακου και το εργαζόμενο προσωπικό συνήθως ολοκληρώνει την εργασία του γύρω στις 2 το μεσημέρι, αποφασίσαμε να παραμείνουμε και να τοποθετήσουμε λάμπες και κάμερες», περιέγραψε.
Η ομάδα εργάστηκε επί δέκα ημέρες με μεγάλη προσοχή για να αποκαλύψει τα 225 πράσινα, κεραμικά αγαλματίδια, τα οποία είχαν τοποθετηθεί προσεκτικά σε ένα τραπεζοειδές κοίλωμα. Αυτά τα αγαλματίδια, γνωστά ως «ουσάμπτι», είχαν τον ρόλο των «υπηρέτων» που θα συνόδευαν τον νεκρό στον άλλο κόσμο. Εντυπωσιακό είναι το γεγονός ότι περισσότερα από τα μισά απεικονίζουν γυναικείες φιγούρες, κάτι σπάνιο στην αρχαία αιγυπτιακή τέχνη, όπως ανέφερε ο Πεϊροντό.
Η νεκρόπολη και οι ενδιαφέρουσες προηγούμενες ανακαλύψεις
Η Τάνις, ένας σημαντικός αρχαιολογικός χώρος που ανακαλύφθηκε το 1722, ιδρύθηκε περί το 1050-1030 π.Χ. ως πρωτεύουσα των βασιλέων της 21ης Δυναστείας. Από αυτή προέρχεται η μεγάλη γρανιτένια Σφίγγα, η οποία σήμερα εκτίθεται στο Μουσείο του Λούβρου. Οι ηγεμόνες της εποχής αποφάσισαν να εγκαταλείψουν την Κοιλάδα των Βασιλέων, επηρεασμένοι από τις λεηλασίες που υπήρξαν, ειδικά μετά τη βασιλεία του Ραμσή, μεταφέροντας έτσι τη βασιλική νεκρόπολη στην Τάνιδα.
Κατά την περίοδο 1939-1946, ο Γάλλος αρχαιολόγος Πιερ Μοντέτ αποκάλυψε οκτώ τάφους πριγκίπων και βασιλέων της 21ης και 22ης Δυναστείας. Οι τάφοι, αν και εν μέρει ασύλητοι, περιλάμβαναν σαρκοφάγους από πέτρα και ασήμι, χρυσές ταφικές μάσκες και κοσμήματα, τα οποία κοσμούν σήμερα το Μουσείο του Καΐρου.
Η βασιλική σφραγίδα που βρέθηκε στα αγαλματίδια αποκάλυψε έναν σημαντικό γρίφο, αφού ταυτοποιήθηκε ο κάτοχος του τάφου: πρόκειται για τον φαραώ Σεσόνκ Γ΄ (ή Σοσένκ, 830-791 π.Χ.). Η ανακάλυψη αυτή προκαλεί έκπληξη, καθώς οι τοίχοι ενός άλλου τάφου στην ίδια νεκρόπολη και η μεγαλύτερη σαρκοφάγος που βρέθηκε εκεί, φέρουν το όνομά του.
«Γιατί δεν ενταφιάστηκε εκεί; Αναμφίβολα, για έναν φαραώ, η κατασκευή του τάφου του ήταν μια μεγάλη πρόκληση, καθώς δεν μπορούσε να είναι σίγουρος ότι ο διάδοχός του θα τον θάψει σωστά εκεί», ανέφερε ο Πεϊροντό, προσθέτοντας ότι τα στοιχήματα του φαραώ δεν κερδίζονται πάντα.
Η εποχή των 40 χρόνων βασιλείας του Σεσόνκ Γ΄ συνέπεσε με έναν αιματηρό πόλεμο μεταξύ της Άνω και Κάτω Αιγύπτου, κατά τη διάρκεια του οποίου πολλοί φαραώ διεκδικούσαν την εξουσία. Είναι πιθανό η διαδοχή να μην πραγματοποιήθηκε ομαλά και ο φαραώ να μην ενταφιάστηκε στον τόπο που είχε επιλέξει ο ίδιος.
Παράλληλα, υπάρχει η εκδοχή ότι η μούμια του μπορεί να μεταφέρθηκε αργότερα, ώστε να γλιτώσει από τυμβωρύχους, αν και «είναι δύσκολο να φανταστούμε πώς θα μετέφεραν μια γρανιτένια σαρκοφάγο με διαστάσεις 3.5 x 1.5 μέτρα σε έναν τόσο περιορισμένο χώρο», σχολίασε κλείνοντας ο Πεϊροντό.










