Η Ευρωπαϊκή Ένωση προγραμματίζει έναν επαναστατικό μετασχηματισμό στις ηλεκτρονικές πληρωμές, εστιάζοντας στην καταπολέμηση της απάτης, τη διαφάνεια στις χρεώσεις και τις συχνές αποτυχίες των τραπεζικών υπηρεσιών. Αυτή η νέα πρωτοβουλία αναμένεται να φέρει σημαντικές αλλαγές στον τρόπο που διαχειριζόμαστε τις ψηφιακές συναλλαγές.
Σύμφωνα με επίσημη ανακοίνωση, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο έχουν καταλήξει σε συμφωνία για τον Κανονισμό Πληρωμών (Payment Services Regulation – PSR) και την τρίτη εκδοχή της Οδηγίας Πληρωμών (Payment Services Directive – PSD3). Αυτό το νέο πλαίσιο κανονισμών υπόσχεται να αναδιοργανώσει τις ψηφιακές πληρωμές στην ΕΕ, ενισχύοντας την προστασία των καταναλωτών και την ευθύνη των παρόχων πληρωμών.
Κεντρικός στόχος της νέας συμφωνίας είναι η μεγαλύτερη ασφάλεια για τους καταναλωτές και η ενίσχυση της υπευθυνότητας των payment service providers (PSPs). Οι πάροχοι θα είναι υποχρεωμένοι να αναλαμβάνουν οικονομική ευθύνη για απώλειες που προκύπτουν από αποτυχίες τους στην εφαρμογή μέτρων κατά της απάτης, καλύπτοντας κάθε στάδιο της συναλλαγής.
Ένα από τα πιο επαναστατικά μέτρα που εισάγονται είναι το υποχρεωτικό name-checking. Οι πάροχοι πληρωμών θα υποχρεούνται να επιβεβαιώνουν ότι το όνομα του παραλήπτη αντιστοιχεί με τον αριθμό του λογαριασμού. Όταν εντοπίζεται ασυμφωνία, η πληρωμή πρέπει να απορρίπτεται αμέσως. Η ΕΕ βλέπει αυτή τη διαδικασία ως βασική άμυνα ενάντια στις συνήθεις απατεωνιές, όπου θύματα παραπλανώνται να στείλουν χρήματα σε ψεύτικους λογαριασμούς.
Οι υποχρεώσεις των PSPs είναι πλέον πιο αυστηρές και περιλαμβάνουν ενισχυμένα μέτρα ταυτοποίησης. Οι χρήστες θα έχουν πρόσβαση σε εργαλεία που θα τους επιτρέπουν να θέτουν όρια δαπανών και να μπλοκάρουν ύποπτες κινήσεις. Επίσης, οι πάροχοι χρημάτων υποχρεούνται να «παγώνουν» ύποπτες συναλλαγές μέχρι η κατάσταση να ελεγχθεί.
Ένα σημαντικό σημείο της συμφωνίας είναι η υποχρέωση των παρόχων να επιστρέφουν τα χρήματα πλήρως, εφόσον οι πελάτες έχουν υποβάλει αναφορά στην αστυνομία και έχουν ενημερώσει την τράπεζά τους. Αυτή η κίνηση είναι κρίσιμη, καθώς οι απάτες που περιλαμβάνουν πλαστοπροσωπία αυξάνονται ραγδαία.
Ο René Repasi δήλωσε ότι αυτή η συμφωνία αποτελεί «νίκη για το Κοινοβούλιο», καθώς εισάγει προσωπική ευθύνη για τις διαδικτυακές πλατφόρμες που προωθούν τις απάτες. Η δήλωσή του αντικατοπτρίζει εκ των προτέρων τη βούληση της ΕΕ να μεταφέρει μέρος της ευθύνης στις πλατφόρμες, ανακουφίζοντας τους χρήστες από το βάρος που συχνά τους επιβαρύνει.
Πέρα από την ασφάλεια, η ΕΕ επιδιώκει να καταργήσει ασαφείς ή κρυμμένες χρεώσεις που επιβαρύνουν τους χρήστες. Όλες οι προμήθειες, από τις συναλλαγματικές μετατροπές μέχρι τις αναλήψεις από ATM, θα πρέπει να εμφανίζονται ξεκάθαρα πριν από κάθε συναλλαγή, συμβάλλοντας στη διαφάνεια και στην ενίσχυση της εμπιστοσύνης των καταναλωτών.
Κάτι που αξίζει να σημειωθεί είναι ότι η ΕΕ τονίζει τη σημασία της διατήρησης της πρόσβασης στο φυσικό χρήμα. Παρά τη στροφή προς τη ψηφιοποίηση, τα μετρητά παραμένουν αναγκαία και χρήσιμα. Για πρώτη φορά, οι λιανικές επιχειρήσεις θα είναι σε θέση να προσφέρουν αναλήψεις μετρητών μεταξύ 100 και 150 ευρώ χωρίς αναγκαία αγορά.
Η προσπάθεια της ΕΕ να ενισχύσει τον ανταγωνισμό στον τομέα των πληρωμών θα αποφέρει καρπούς μέσα από την άρση εμποδίων για την open banking. Η απαίτηση για διαφανή dashboards που θα επιτρέπουν στους χρήστες να διαχειρίζονται εύκολα την πρόσβαση στα οικονομικά τους δεδομένα σηματοδοτεί μια στροφή προς μια πιο ανοιχτή και διαφανή αγορά.
Ο Morten Løkkegaard χαρακτήρισε αυτή τη συμφωνία «ένα σημαντικό βήμα προς μια πιο ανοιχτή και ανθεκτική ενιαία αγορά πληρωμών», υπογραμμίζοντας ότι το φυσικό χρήμα παραμένει διαθέσιμο και βολικό. Η ΕΕ δεν αποσκοπεί σε μια απότομη μετάβαση σε έναν καθαρά ψηφιακό κόσμο, αλλά προσπαθεί να δημιουργήσει μια δίκαιη και ασφαλή υβριδική αγορά όπου οι καταναλωτές μπορούν να συναλλάσσονται με ασφάλεια.
Με τα νέα μετρα PSR και PSD3, η Ευρώπη στοχεύει σε ένα οικοσύστημα πληρωμών που δεν περιλαμβάνει απλώς τεχνολογικές εξελίξεις, αλλά επιδιώκει μια αρμονία ανάμεσα στην ασφάλεια, τη διαφάνεια και την ελευθερία επιλογής. Το πώς θα ανταποκριθούν οι πάροχοι στις νέες αυτές προκλήσεις παραμένει προς διερεύνηση.










