Το Ηνωμένο Βασίλειο ξεκίνησε τη δεκαετία με υψηλές φιλοδοξίες να ηγηθεί της παγκόσμιας ρύθμισης της τεχνητής νοημοσύνης. Όμως, μέσα σε μόλις λίγους μήνες, η πολιτική του κατεύθυνση άλλαξε ριζικά: από τις υποσχέσεις για «ισχυρότερη» εποπτεία της AI, η κυβέρνηση προχώρησε σε πλήρη αποδοχή της απουσίας ενός ολοκληρωμένου νομοσχεδίου.
Αυτή η μεταστροφή δεν υπήρξε τυχαία, αλλά είναι καρπός πολιτικών, γεωπολιτικών και θεσμικών πιέσεων που διαμορφώθηκαν από το 2024, σύμφωνα με ανάλυση του Politico.
Από τις προεκλογικές υποσχέσεις στην αναδίπλωση
Πριν αναλάβει την εξουσία, ο Κιρ Στάρμερ και το Εργατικό Κόμμα είχαν δεσμευτεί για αυστηρότερη ρύθμιση της τεχνητής νοημοσύνης, επικεντρωμένοι στα «frontier models» — τα πλέον προηγμένα συστήματα, όπως το ChatGPT και το Gemini. Στο προεκλογικό τους πρόγραμμα το 2024, προέβλεπαν «δεσμευτική ρύθμιση» και ένα πλαίσιο που θα υποχρέωνε τις εταιρείες να υποβάλλουν τα μοντέλα τους σε κρατικό έλεγχο πριν από την κυκλοφορία.
Ωστόσο, οι μήνες μετά τη σαρωτική νίκη των Εργατικών δεν έφεραν τις προσδοκώμενες εξελίξεις. Ο τότε υπουργός Τεχνολογίας Πίτερ Κάιλ ανέθεσε στον επενδυτή Ματ Κλίφορντ να συντάξει ένα «AI Opportunities Action Plan». Η έκθεση τόνισε ότι το Ηνωμένο Βασίλειο δεν πρέπει να μιμηθεί «υπερρυθμισμένες δικαιοδοσίες» και ότι το υπάρχον μοντέλο εποπτείας είναι ικανοποιητικό.
Η κυβέρνηση άρχισε να αντιλαμβάνεται την τεχνητή νοημοσύνη όχι ως απειλή, αλλά ως εργαλείο ανάπτυξης. Με την βρετανική οικονομία να αντιμετωπίζει υψηλή παραγωγικότητα και δημόσιες υπηρεσίες σε κρίση, η AI εμφανίστηκε ως «η ευκαιρία της γενιάς», όπως δήλωσε ο Στάρμερ σε συνέντευξή του στο Economist.
Η επιρροή της Σίλικον Βάλεϊ και μια επιδραστική συνάντηση
Σύμφωνα με το ρεπορτάζ του Politico, μια ιδιωτική συνάντηση του Στάρμερ με τον Ντέμη Χασάμπη, συνιδρυτή και CEO της Google DeepMind, φέρεται να υπήρξε καθοριστική για τη μεταστροφή αυτή. Ο Χασάμπης, που σημειώνει συχνά τις θετικές προοπτικές της AI στην υγεία, την εκπαίδευση και τη δημόσια διοίκηση, αργότερα κλήθηκε να ενημερώσει το υπουργικό συμβούλιο.
Από εκείνη τη συνάντηση, η κυβέρνηση ιδίως άρχισε να υιοθετεί μια πιο καινοτόμο προσέγγιση, θεωρώντας τη ρύθμιση ένα εμπόδιο, αντί για κάτι απαραίτητο.
Πολιτικές πιέσεις του Τραμπ και γεωπολιτικά συμφέροντα
Η μεταβολή στάσης της Βρετανίας συνέπεσε με την επιστροφή του Ντόναλντ Τραμπ στην προεδρία των ΗΠΑ. Η νέα αμερικανική κυβέρνηση της AI βλέπει ως πεδίο στρατηγικού ανταγωνισμού με την Κίνα, καθιστώντας οποιαδήποτε ξένη ρύθμιση που μπορεί να καθυστερήσει την ανάπτυξη αμερικανικών μοντέλων μια απειλή για την εθνική ασφάλεια.
Σε αυτό το περιβάλλον, η αρχική βρετανική πρόθεση να ζητήσει από τις αμερικανικές εταιρείες να κοινοποιούν τα μοντέλα τους σε κρατικό έλεγχο προκάλεσε έντονες αντιδράσεις. Ο Ρεπουμπλικανός γερουσιαστής Τεντ Κρουζ κατηγόρησε το βρετανικό AI Safety Institute ότι «υπονομεύει» τις αμερικανικές προσπάθειες διατήρησης της πρωτοκαθεδρίας έναντι της Κίνας.
Η κυβέρνηση του Στάρμερ, προκειμένου να διατηρήσει τις στενές σχέσεις με τις ΗΠΑ, προσαρμόστηκε ταχύτατα. Στις διεθνείς συνόδους για την AI, η Βρετανία ευθυγραμμίστηκε με την Ουάσιγκτον, αποφεύγοντας να υπογράψει διεθνείς δεσμεύσεις για ρύθμιση, και υπογράφοντας τη «Technology Prosperity Deal» με τις ΗΠΑ — μια συμφωνία που προωθούσε την καινοτομία και τη χαλάρωση των ρυθμιστικών πλαισίων.
Εσωτερικά εμπόδια και προκλήσεις
Πέρα από τις διεθνείς πιέσεις, η κυβέρνηση αντιμετώπισε και σημαντικά εσωτερικά εμπόδια. Μια ομάδα «τεχνολογικών λόρδων» στη Βουλή των Λόρδων είχε ήδη αποδείξει πως μπορεί να μπλοκάρει ή να τροποποιεί νομοσχέδια, όπως με το Data Use and Access Bill. Η προοπτική ενός σημαντικού AI νομοσχεδίου διακυβεύει τη διαδικασία να μετατραπεί σε ένα αχανές και δύσκολο στη διαχείριση «χριστουγεννιάτικο δέντρο» — γεμάτο άσχετες τροπολογίες.
Ανώτεροι δημόσιοι λειτουργοί προειδοποίησαν ότι μια τέτοια διαδικασία θα μπορούσε να γίνει καταστροφική. Έτσι, η κυβέρνηση αποφάσισε να «σπάσει» την πολιτική για την AI σε μικρότερα, στοχευμένα νομοθετήματα: απαγόρευση των nudification apps, ρυθμίσεις για τα AI chatbots μέσω του Online Safety Act, και ειδική νομοθεσία για τα AI Growth Labs.
Διαφορετικές απόψεις της κοινής γνώμης
Παρά τη στροφή της κυβέρνησης, οι πολίτες φαίνεται να έχουν διαφορετικές προτεραιότητες, επισημαίνει το Politico. Έρευνα του Ada Lovelace Institute δείχνει ότι 9 στους 10 Βρετανούς επιθυμούν την ύπαρξη ενός ανεξάρτητου ρυθμιστή AI με πραγματικές εξουσίες. Οι πολίτες δίνουν προτεραιότητα στη δικαιοσύνη, την ασφάλεια και τις κοινωνικές επιπτώσεις, και, εάν χρειαστεί, προτιμούν μια πιο αργή καινοτομία.
Μια άλλη μελέτη από τη Focal Data δείχνει ότι η ανάγνωση της AI ως γεωπολιτικού ανταγωνισμού δεν πετυχαίνει να πείσει τους ψηφοφόρους, οι οποίοι φαίνεται να είναι επιφυλακτικοί απέναντι στη στενή συνεργασία με τις ΗΠΑ.
Ο πρώην πρωθυπουργός Τόνι Μπλερ δήλωσε ότι οι Ευρωπαίοι ηγέτες αποτυγχάνουν να συνδέσουν την τεχνολογική ανταγωνιστικότητα με τις καθημερινές ανησυχίες των πολιτών, όπως η ασφάλεια, η ευημερία και το μέλλον των παιδιών τους.
Μια δύσκολη πρόκληση για τον Στάρμερ
Για τον Στάρμερ, ο οποίος ήδη αντιμετωπίζει δυσκολίες στο να εδραιώσει έναν ισχυρό δεσμό με τους ψηφοφόρους, η απόσταση ανάμεσα στις κυβερνητικές επιλογές και τις κοινωνικές ανησυχίες συνιστά σοβαρή πρόκληση. Η εγκατάλειψη ενός μεγάλου AI νομοσχεδίου μπορεί να ευνοήσει τις σχέσεις με τις ΗΠΑ και να επιταχύνει τις εξελίξεις στην τεχνολογία, όμως επισκιάζει κρίσιμα ζητήματα διαφάνειας, ασφάλειας και προστασίας των πολιτών. Η κατάσταση αυτή καθιστά το μέλλον της βρετανικής πολιτικής για την AI εξαιρετικά αβέβαιο.










