Η Ευρώπη φαίνεται συχνά να κινείται αργά και σταθερά, βιώνοντας τη σκιά των ΗΠΑ και της Κίνας στην κούρσα για την ανάπτυξη της τεχνητής νοημοσύνης και των υποδομών που την υποστηρίζουν. Οι αδυναμίες της, όπως ο κατακερματισμός των αγορών, οι αυστηρές ρυθμίσεις και οι χρόνιες ενεργειακές δυσκολίες, λειτουργούν ως εμπόδιο στη γρήγορη κλιμάκωση των data centers που απαιτούν οι σύγχρονοι υπολογιστές. Ωστόσο, μια ανάλυση στο CNBC υποδεικνύει ότι οι ίδιες αυτές αδυναμίες θα μπορούσαν εν τέλει να μετατραπούν σε στρατηγικό πλεονέκτημα.
Η πιο σταδιακή και προσεκτική ανάπτυξη, η εστίαση στη βιωσιμότητα και η μεταστροφή σε πιο εξειδικευμένες εφαρμογές της τεχνητής νοημοσύνης —όπως το inference— δημιουργεί τις προϋποθέσεις για ένα πιο ανθεκτικό και μακροχρόνια αποδοτικό οικοσύστημα. Όπως αναφέρουν οι αναλυτές, οι παράγοντες που μέχρι τώρα περιορίζουν την ανάπτυξη της Ευρώπης ως βασικού παίκτη, θα μπορούσαν τελικά να της προσδώσουν πλεονέκτημα στην «ανθεκτικότητα» των κρίσιμων κέντρων δεδομένων που τροφοδοτούν την άνθηση της τεχνητής νοημοσύνης.
Παγκοσμίως, οι ανταγωνιστές του χώρου τρέχουν να διπλασιάσουν, αν όχι να τριπλασιάσουν, τη δυναμικότητα των data centers που έχουν κατασκευαστεί τα τελευταία σαράντα χρόνια. Σύμφωνα με τον Πάνκατζ Σάτσντεβα, ανώτερο εταίρο τεχνολογίας της McKinsey, η εταιρεία εκτιμά ότι η αναβάθμιση αυτή μπορεί να κοστίσει έως και 7 τρισ. δολ. μέχρι το 2030.
Ο Σάτσντεβα αναμένει ότι οι ΗΠΑ θα απορροφήσουν το μεγαλύτερο μέρος αυτής της δραστηριότητας, αλλά η Ευρώπη θα συνεχίσει να κατασκευάζει υποδομές «σε αρκετά ουσιαστικό ρυθμό», σχεδόν διπλασιάζοντας την υπάρχουσα δυναμικότητά της. «Η Ευρώπη συμμετέχει ουσιαστικά στην ανάπτυξη αυτών των υποδομών και, στην πραγματικότητα, συμβαδίζει —ή νομίζουμε ότι θα συμβαδίσει», πρόσθεσε.
Για να πετύχει, βέβαια, η Ευρώπη θα πρέπει να ξεπεράσει σοβαρούς περιορισμούς στην πρόσβαση σε ενέργεια και ρυθμιστικούς κανόνες, όπως τόνισαν ειδικοί στο CNBC.
Νικητές και χαμένοι στο ευρωπαϊκό τοπίο της τεχνητής νοημοσύνης
Ο κύριος περιοριστικός παράγοντας για την Ευρώπη είναι η πρόσβαση στην ηλεκτρική ενέργεια, με το κόστος και τη διαθεσιμότητα να καθορίζουν τη ροή των επενδύσεων στην ήπειρο. Οι σκανδιναβικές χώρες και η Ισπανία έχουν δει αυξημένο ενδιαφέρον για την κατασκευή data center λόγω των πλεονασμάτων ενέργειας από υδροηλεκτρικά και ανανεώσιμες πηγές. Αντίθετα, η Γερμανία και το Ηνωμένο Βασίλειο φαίνεται να είναι λιγότερο ελκυστικές λόγω των περιορισμών στην ενεργειακή επάρκεια.
Σε ό,τι αφορά τη συμφόρηση των δικτύων, η Ιταλία κατατάσσεται στους «κερδισμένους», με χρόνο σύνδεσης που φθάνει έως και τρία χρόνια, ενώ ο ευρωπαϊκός μέσος όρος φτάνει τα τέσσερα χρόνια, σύμφωνα με στοιχεία του ενεργειακού think tank Ember. Αντίθετα, η Γερμανία, το Ηνωμένο Βασίλειο, η Ιρλανδία και η Ολλανδία επικρατούν σε πιο δύσκολες καταστάσεις, με την έλλειψη επαρκούς χωρητικότητας στο δίκτυο ή την ύπαρξη ενός άτυπου μορατόριουμ.
Αυτές οι διαφορές μεταξύ των ευρωπαϊκών χωρών δημιουργούν προκλήσεις. Βραχυπρόθεσμα, είναι «δύσκολο» για την Ευρώπη να πλησιάσει τις ΗΠΑ, όπου η απορρύθμιση και οι μηχανισμοί επενδύσεων επιτρέπουν ένα πολύ ταχύτερο ρυθμό ανάπτυξης. Οι περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες διαθέτουν περίπου 200 έως 300 data centers, ενώ οι ΗΠΑ αριθμούν περίπου 5.400.
Οι περιορισμοί αυτοί οδηγούν σε διαφοροποίηση πέρα από τις παραδοσιακές αγορές της Φρανκφούρτης, του Λονδίνου, του Άμστερνταμ, του Παρισιού και του Δουβλίνου, κατευθύνοντας τις επενδύσεις σε περιοχές με άφθονους και σταθερούς πόρους. Η Βρετανία μάλιστα έχει προχωρήσει σε περιπτώσεις όπου η κεντρική κυβέρνηση υπερέβη τις τοπικές αρχές και ενέκρινε data center που αρχικά είχαν απορριφθεί, χαρακτηρίζοντας τα data center ως «Κρίσιμη Εθνική Υποδομή» πέρυσι.
Η ενεργειακή πρόκληση στην εποχή της τεχνητής νοημοσύνης
Η εκτιμώμενη κατανάλωση ενέργειας των data centers θα μπορούσε να υπερδιπλασιαστεί, φτάνοντας τα 1.000 τεραβατώρες (TWh) το 2026, από 460 TWh το 2022, κυρίως λόγω της τεχνητής νοημοσύνης, σύμφωνα με τον Διεθνή Οργανισμό Ενέργειας. Η ηλεκτρική ενέργεια αποτελεί το μεγαλύτερο κόστος για ένα data center, αν και οι πιο σύγχρονες εγκαταστάσεις ενδέχεται να έχουν μειωμένο ενεργειακό βάρος.
Το ζήτημα αυτό είναι ιδιαίτερα οξύ για την Ευρώπη, η οποία έχει βιώσει εκτίναξη στους λογαριασμούς ενέργειας μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία. Το Ηνωμένο Βασίλειο διατηρεί το υψηλότερο ενεργειακό κόστος στην Ευρώπη, περίπου 75% υψηλότερο από πριν την πλήρους κλίμακας επίθεση. Θέτοντας σε κίνδυνο τις εγκαταστάσεις, οι φορείς εκμετάλλευσης προσπαθούν να εξισορροπήσουν την κατάσταση με τον χρόνο αναμονής στα δίκτυα.
Η συμφόρηση στα δίκτυα έχει πυροδοτήσει συζητήσεις σχετικά με το σύστημα προμήθειας ενέργειας. «Υπάρχουν πολλοί κερδοσκόποι στην ουρά που δεν σκοπεύουν να κατασκευάσουν data centers. Απλώς επιθυμούν την ισχύ για να τη μεταπωλήσουν», δήλωσε ο Κέβιν Ρέστιβο της CBRE. Στη Βρετανία, το σύστημα “first-come-first-served” αλλάζει προς ένα μοντέλο “first ready, first connected”, όπου τα ήδη έτοιμα έργα θα προηγούνται.
Τα αργά βήματα μπορεί να επιτρέψουν παράλληλα στους developers να είναι πιο επιλεκτικοί στο τι, πού και πώς χτίζουν, δίνοντας στην Ευρώπη την ευκαιρία να εστιάσει σε υπερσύγχρονες εγκαταστάσεις. Η ταχύτερη παράκαμψη των εμποδίων δε βρίσκεται στη αναμονή για νέα σύνδεση, αλλά στην εύρεση περιοχών με υπάρχουσες καλές συνδέσεις, ώστε αυτές να μετατραπούν σε τεχνολογικούς κόμβους.
Η μεγάλη ευκαιρία της Ευρώπης στην τεχνητή νοημοσύνη: το AI inference
Είναι αναμφίβολο ότι η Ευρώπη δεν θα καταφέρει να ηγηθεί στην κατασκευή εγκαταστάσεων για hyperscalers ή για την εκπαίδευση μοντέλων τεχνητής νοημοσύνης —αυτός ο αγώνας θεωρείται σχεδόν χαμένος. Ωστόσο, υπάρχει μια ευρεία εκτίμηση ότι μπορεί να διαπρέψει σε μικρότερες, προσανατολισμένες στο cloud και τη συνδεσιμότητα εγκαταστάσεις, καθώς και σε εκείνες που σχεδιάζονται για AI inference.
Η Ευρώπη διαθέτει λίγους προγραμματιστές θεμελιωδών μοντέλων τεχνητής νοημοσύνης, με τη γαλλική Mistral να είναι η πιο γνωστή. Ωστόσο, η McKinsey εκτιμά ότι το 70% της συνολικής ζήτησης για AI θα προέρχεται από το inference.
Στην Ευρώπη δεν ανακοινώνονται πολλές τεράστιες μονάδες data centers που αφορούν αποκλειστικά την τεχνητή νοημοσύνη, και αποφεύγεται ο «ελαφρώς υπερτιμημένος» χαρακτήρας που παρατηρείται αλλού, σύμφωνα με τον Σεμπ Ντόλεϊ της Principal Asset Management, γεγονός που προσφέρει μια πιο προστατευμένη αγορά από πιθανή φούσκα υπερπροσφοράς.
Ο Ντόλεϊ θεωρεί ότι το AI inference θα πραγματοποιείται στις ίδιες εγκαταστάσεις με το cloud, μια πρακτική που ήδη εφαρμόζεται σε ορισμένα αμερικανικά data centers της εταιρείας. Αυτό παρέχει στους επενδυτές «ένα αρκετά καλό ανοδικό περιθώριο», χωρίς τον έντονο κερδοσκοπικό κίνδυνο που παρατηρείται σε άλλες μορφές επενδύσεων στην τεχνητή νοημοσύνη.
Πρόκειται παράλληλα για μια ευκαιρία για την Ευρώπη, καθώς το inference θα πρέπει να πραγματοποιείται εντός των ευρωπαϊκών συνόρων, στα πλαίσια της προσπάθειας για «κυριαρχία» στην τεχνητή νοημοσύνη. Ωστόσο, αυτό απαιτεί διαφορετικές τεχνικές προδιαγραφές — μεγαλύτερη πυκνότητα ισχύος και ειδικά συστήματα ψύξης — γεγονός που ενισχύει την ανάγκη για ευελιξία και ανθεκτικότητα στο σχεδιασμό των υποδομών, όπως παρατηρούν αναλυτές στο CNBC.
Τεχνητή νοημοσύνη και ο κίνδυνος των «εγκαταλελειμμένων» υποδομών
Η ταχεία ανάπτυξη της τεχνητής νοημοσύνης έχει εγείρει ανησυχίες σχετικά με μια ενδεχόμενη φούσκα, που αν σκάσει, μπορεί να αφήσει πίσω της ανενεργές και ακατάλληλες υποδομές. Ακόμη κι αν η πορεία της τεχνητής νοημοσύνης συνεχιστεί, υπάρχει ο κίνδυνος οι εγκαταστάσεις που κατασκευάζονται σήμερα να μην καλύπτουν τις μελλοντικές τεχνικές ανάγκες.
Για να περιοριστεί αυτός ο κίνδυνος, οι επενδυτές εστιάζουν στη διασφάλιση πελατών πριν την έναρξη των κατασκευών. Η κερδοσκοπικά ανεγειρόμενη υποδομή θεωρείται «κατάλοιπο του παρελθόντος», όπως αναφέρει ο Restivo. Συνήθως, οι developers δεσμεύουν τους πελάτες με συμβόλαια διάρκειας 10 έως 15 ετών, περιορίζοντας τη δυνατότητα απαξίωσης.
Η κατάσταση διαφέρει όταν ο μισθωτής είναι νεοφυής εταιρεία ή πάροχος neo-cloud, όπου οι συμβάσεις είναι συντομότερες και ο κίνδυνος μεγαλύτερος. Ωστόσο, ορισμένοι χρηματοδότες και developers εμφανίζονται πλέον πιο άνετοι με αυτούς τους όρους.
Σημαντικές κοινωνικές προκλήσεις μπορεί να προκύψουν και κατά την επαναξιοποίηση παλιών βιομηχανικών χώρων, ειδικά όταν η εγκατάσταση που αντικαθίσταται είναι ακόμα λειτουργική. Αυτό μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα την απώλεια θέσεων εργασίας. Η ευρωπαϊκή νομοθεσία απαιτεί από τους developers να αναφέρουν την κατανάλωση ενέργειας και νερού, καθώς και να αιτιολογούν την επιλογή τοποθεσίας. Ορισμένα κράτη, όπως η Ισπανία, απαιτούν ακόμη και αξιολόγηση του κοινωνικοοικονομικού αντίκτυπου των έργων.
Ωστόσο, ο Ντόλεϊ εκτιμά ότι η αυστηρή ρύθμιση θα αποδειχθεί μακροπρόθεσμα υπέρ της Ευρώπης, καθώς τα data centers θα ενσωματώνονται στις τοπικές κοινωνίες και δεν θα αποτελούν μια «πληγή» για τις καθημερινές τους ζωές. Η βιωσιμότητα είναι τομέας όπου, όπως αναφέρει, η Ευρώπη έχει αποδειχθεί πρωτοπόρος.
«Από την οπτική γωνία των κεφαλαιαγορών, η Ευρώπη φαντάζει πιο ασφαλής επενδυτική ευκαιρία σε σύγκριση με τις ΗΠΑ», παρατηρεί ο Ντόλεϊ. «Αυτό οφείλεται στις δυσκολίες που έχει κανείς στο να αναπαραγάγει εδώ υποδομές. Όσο πιο δύσκολο είναι κάτι να αναπαραχθεί, τόσο μεγαλύτερη είναι η μακροπρόθεσμη αξία του».
Στο τέλος, λόγω της πίεσης προς μια «κυρίαρχη» τεχνητή νοημοσύνη, ίσως οι επενδυτές και οι developers δεν έχουν άλλη επιλογή από το να στραφούν προς την Ευρώπη. Η σπανιότητα ενισχύει την κερδοφορία και την ανθεκτικότητα για τους επενδυτές, ενώ η αυστηρή ρύθμιση προάγει πιο βιώσιμες και ισορροπημένες αναπτύξεις προς όφελος των πολιτών.
Όμως, δεν θα υπάρξει μία ενιαία συνταγή για την κατασκευή data centers στην Ευρώπη. «Ο κλάδος είναι ακόμη στη φάση του ‘ψάχνει να καταλάβει ακριβώς τι χρειάζεται’», καταλήγει ο Ντόλεϊ.
!function(f,b,e,v,n,t,s)
{if(f.fbq)return;n=f.fbq=function(){n.callMethod?
n.callMethod.apply(n,arguments):n.queue.push(arguments)};
if(!f._fbq)f._fbq=n;n.push=n;n.loaded=!0;n.version=’2.0′;
n.queue=[];t=b.createElement(e);t.async=!0;
t.src=v;s=b.getElementsByTagName(e)[0];
s.parentNode.insertBefore(t,s)}(window, document,’script’,
‘https://connect.facebook.net/en_US/fbevents.js’);
fbq(‘init’, ‘310545344564279’);
fbq(‘track’, ‘PageView’);










