Η απομόνωση που επιφέρουν τα κλειστά βιομηχανικά συστήματα αυτοματισμού σιωπηλά υπονομεύει την ανταγωνιστικότητα και κοστίζει στις μεσαίου μεγέθους επιχειρήσεις κατά μέσο όρο το 7,5% των εσόδων τους. Σύμφωνα με νέα έρευνα της Schneider Electric σε συνεργασία με την εταιρεία αναλύσεων Omdia, με τίτλο «Open vs. Closed: The $11.28M Question for Industrial Leaders», οι επιπτώσεις αυτές είναι πιο αισθητές σε έναν κόσμο όπου η τεχνολογία και η καινοτομία τρέχουν με ιλιγγιώδη ρυθμό.
Η έρευνα δείχνει ότι οι ανεπάρκειες αυτές προκύπτουν από λειτουργικές αναποτελεσματικότητες, το downtime, δαπανηρές προσαρμογές συμμόρφωσης και καθυστερήσεις στην παραγωγή. Αυτά τα ζητήματα συχνά κρύβονται πίσω από την υποτιθέμενη αξιοπιστία των παλαιότερων συστημάτων αυτοματισμού.
Για τις μεγάλες επιχειρήσεις, οι απώλειες φτάνουν τα 45,18 εκατομμύρια δολάρια, ενώ οι μικρότεροι κατασκευαστές βιώνουν ακόμα πιο σοβαρές αναλογικές επιπτώσεις, χάνοντας έως και 25% των ετήσιων εσόδων τους. Αυτή η έρευνα αναδεικνύει την επείγουσα ανάγκη για μετασχηματισμό στην ατζέντα των βιομηχανικών ηγετών.
Τα παραδοσιακά, hardware-defined συστήματα αυτοματισμού, επιφορτισμένα με την ακαμψία τους, δυσκολεύονται να προσαρμοστούν στις σύγχρονες δυναμικές ανάγκες της βιομηχανίας. Οι τακτικές ενημερώσεις μετατρέπονται σε κοστοβόρα τεχνικά έργα, καθώς η κλειστή αρχιτεκτονική περιορίζει την πρόσβαση σε δεδομένα, μειώνοντας τη διορατικότητα και την ταχύτητα απόκρισης των επιχειρήσεων.
Καθώς εξελίσσεται η βιομηχανία, η πολυπλοκότητα του hardware εντείνεται. Πολλές εταιρείες λειτουργούν με 2 έως και πάνω από 10 διαφορετικές πλατφόρμες, κάτι που προκαλεί υπέρμετρη εξάρτηση από προμηθευτές. Το 30% των προβλημάτων απαιτεί εξειδικευμένη υποστήριξη, γεγονός που εγείρει προκλήσεις στην αποδοτικότητα του εργατικού δυναμικού, ειδικά σε εποχές ελλείψεων σε προσωπικό και δεξιότητες. Τα απομονωμένα συστήματα δυσκολεύουν επίσης την προγνωστική συντήρηση και την ταχεία επίλυση προβλημάτων, με συνέπεια το δαπανηρό downtime.
Αυτές οι αναποτελεσματικότητες επηρεάζουν συνολικά τη λειτουργία των επιχειρήσεων, μειώνοντας την ευελιξία και την ανθεκτικότητα τους. Η μεταμόρφωση μέσω ανοιχτών, software-defined αυτοματισμών προσφέρει μια προοδευτική λύση που εκσυγχρονίζει τα legacy συστήματα, βελτιώνει την απόδοση της επένδυσης και ενισχύει την ανταγωνιστικότητα των βιομηχανιών.
Ο διαχωρισμός του λογισμικού από το hardware παρέχει στους κατασκευαστές την ευελιξία να ενσωματώνουν πολλαπλά συστήματα και να προσαρμόζονται γρήγορα στις μεταβολές της αγοράς. Τα δεδομένα σε πραγματικό χρόνο γίνονται αξιοποιήσιμα, οδηγώντας σε πιο έξυπνες αποφάσεις και σημαντική μείωση του κόστους.
«Αυτή η έρευνα επιβεβαιώνει τα όσα ακούμε καθημερινά από τους πελάτες μας: τα βιομηχανικά συστήματα πρέπει να προσαρμόζονται στον ίδιο ρυθμό που αλλάζουν οι αγορές τους», αναφέρει η Gwenaëlle Avice Huet, Executive Vice President, Industrial Automation, της Schneider Electric. «Είναι ιδιαίτερα ενθαρρυντικό ότι οι μικρότερες επιχειρήσεις, που αποτελούν τη ραχοκοκαλιά της οικονομίας, μπορούν να επωφεληθούν περισσότερο από τις ετήσιες εξοικονομήσεις που θα επενδύσουν στην καινοτομία και την ανάπτυξη».
Οι βασικές κατηγορίες κόστους αποτελούνται από τέσσερα κρίσιμα πεδία ετησίως:
- 6,1 εκατ. δολάρια σε απώλειες Ευελιξίας & Ανθεκτικότητας Λειτουργιών, λόγω της ανάγκης φυσικών παρεμβάσεων για ενημερώσεις.
- 2,28 εκατ. δολάρια σε κόστη Βελτιστοποίησης & Αποτελεσματικότητας, που σχετίζονται με την πολυπλοκότητα του hardware.
- 1,2 εκατ. δολάρια σε αποτρέψιμες απώλειες Ποιότητας, καθώς τα κλειστά συστήματα δημιουργούν data silos.
- 1,7 εκατ. δολάρια σε κόστη Βιωσιμότητας & Συμμόρφωσης, λόγω απαιτήσεων από τις ρυθμιστικές αρχές.
Σύμφωνα με την Anna Ahrens, Principal Analyst στην Omdia, οι βιομηχανικοί ηγέτες καλούνται να εφαρμόσουν στοχευμένες λύσεις για να στηρίξουν τις βασικές προτεραιότητές τους: ανάπτυξη, ανταγωνιστικότητα και εμπιστοσύνη. «Η ευελιξία και η προσαρμοστικότητα δεν είναι επιλογές — είναι όρος επιβίωσης», προσθέτει.










