Η [Ελληνική Στατιστική Αρχή (ΕΛΣΤΑΤ)](https://www.statistics.gr/) ανακοίνωσε τα ευρήματα της Ετήσιας Έρευνας Χρήσης Τεχνολογιών Πληροφόρησης και Ηλεκτρονικού Εμπορίου στις επιχειρήσεις για το έτος 2025. Η συγκεκριμένη μελέτη καλύπτει διάστημα από την 1η Ιανουαρίου έως τις 15 Σεπτεμβρίου 2025, εστιάζοντας σε ένα δείγμα 47.849 επιχειρήσεων με τουλάχιστον 10 εργαζόμενους, αντιπροσωπεύοντας ένα ευρύ φάσμα κλάδων της ελληνικής οικονομίας. Τα αποτελέσματα παρέχουν μια ξεκάθαρη εικόνα της ψηφιακής ωριμότητας του ελληνικού επιχειρηματικού τομέα, με την πλειονότητα, συγκεκριμένα, 47.246 επιχειρήσεις (ποσοστό 98,7%) να έχουν πρόσβαση στο διαδίκτυο για επαγγελματικούς σκοπούς. Από τους 2.009.660 εργαζόμενους στις επιχειρήσεις αυτές, οι 831.611 είχαν πρόσβαση στο διαδίκτυο κατά την εργασία τους.
Όσον αφορά την ποιότητα της συνδεσιμότητας, η έρευνα αποτυπώνει ότι το 54,5% των επιχειρήσεων διαθέτει μέγιστη ταχύτητα λήψης (download) μεταξύ 100 Mbit/s και 500 Mbit/s. Το 29,5% των επιχειρήσεων επιτυγχάνει ταχύτητες από 30 Mbit/s έως 100 Mbit/s, ενώ το 7,4% έχει πρόσβαση σε ταχύτητες από 500 Mbit/s μέχρι λιγότερο από 1 Gbit/s. Επιπλέον, το 6,0% διαθέτει συνδέσεις τουλάχιστον 1 Gbit/s. Αντίθετα, 2,5% των επιχειρήσεων εξακολουθούν να λειτουργούν με ταχύτητες χαμηλότερες των 30 Mbit/s, κάτι που τονίζει την προοπτική ψηφιακής αναβάθμισης σε ορισμένους τομείς.
Στον τομέα του ηλεκτρονικού εμπορίου, η έρευνα καταγράφει σημαντική δραστηριότητα. Κατά το 2025, σε συνολικό κύκλο εργασιών 380,8 δισ. ευρώ (ή 380.787 εκατ. ευρώ), οι πωλήσεις μέσω διαδικτύου ανήλθαν στα 36,1 δισ. ευρώ (36.122 εκατ. ευρώ), καταλαμβάνοντας το 9,5% του συνολικού τζίρου των επιχειρήσεων. Συγκεκριμένα, 12.347 επιχειρήσεις (25,8% του συνόλου) δέχθηκαν παραγγελίες ψηφιακά. Από αυτές, οι 11.700 έκαναν χρήση ιστοσελίδων ή εφαρμογών, ενώ 647 χρησιμοποιούσαν εξειδικευμένα μηνύματα τύπου EDI.
Ο αυστηρός ορισμός του ηλεκτρονικού εμπορίου, σύμφωνα με την έρευνα, περιλαμβάνει μόνο τις παραγγελίες που διενεργούνται μέσω δικτύων υπολογιστών με κατάλληλες μεθόδους. Εξαιρούνται παραγγελίες που γίνονται μέσω τηλεφώνου, fax ή απλών μηνυμάτων ηλεκτρονικού ταχυδρομείου (e-mail), ανεξαρτήτως του τρόπου πληρωμής ή παράδοσης των προϊόντων και υπηρεσιών. Αυτή η διάκριση είναι ζωτικής σημασίας για την ακριβή αξιολόγηση του βαθμού αυτοματοποίησης στις ελληνικές εμπορικές διαδικασίες.
Αξιοσημείωτη είναι και η ανάλυση δεδομένων, όπου 15.047 επιχειρήσεις (31,8% του συνόλου) προχώρησαν σε σχετικές διαδικασίες, είτε εσωτερικά είτε μέσω εξωτερικών προμηθευτών. Από τις επιχειρήσεις με διαδικτυακή πρόσβαση, οι 12.333 (26,1%) ανέθεσαν την ανάλυση στα δικά τους στελέχη. Υπάρχουν ενδιαφέροντα στοιχεία για τις πηγές των δεδομένων που αναλύθηκαν: η πλειοψηφία των 10.845 επιχειρήσεων χρησιμοποιούσε δεδομένα ιστού, ακολουθούμενα από δεδομένα συναλλαγών (10.538 επιχειρήσεις) και δεδομένα κοινωνικών δικτύων (10.488 επιχειρήσεις).
Ωστόσο, οι πιο εξειδικευμένες πηγές δεδομένων ήταν λιγότερο αξιοποιούμενες. Τα δεδομένα τοποθεσίας από φορητές συσκευές χρησιμοποιήθηκαν από 5.681 επιχειρήσεις, ενώ τα δεδομένα από έξυπνες συσκευές ή αισθητήρες από 4.832. Επιπλέον, η χρήση ανοιχτών δεδομένων από κυβερνητικές αρχές εντοπίστηκε σε 3.144 επιχειρήσεις, με δορυφορικά δεδομένα να αναλύονται σε μόλις 1.488 περιπτώσεις. Αυτό δείχνει μια σαφή προτίμηση των επιχειρήσεων για δεδομένα που αφορούν άμεσα τις εμπορικές τους δραστηριότητες.
Η διείσδυση της [Τεχνητής Νοημοσύνης (AI)](https://www.ai.gov.gr/) συνεχίζει να είναι περιορισμένη, με μόλις 8,2% των επιχειρήσεων που έχουν πρόσβαση στο διαδίκτυο (3.868 επιχειρήσεις) να την εφαρμόζουν. Η κυριότερη χρήση της AI αφορά την ασφάλεια των τεχνολογιών πληροφόρησης και επικοινωνίας, με 2.280 επιχειρήσεις να δραστηριοποιούνται στον τομέα αυτό. Ακολουθούν η χρήση για μάρκετινγκ (1.150 επιχειρήσεις) και η αυτοματοποίηση διαδικασιών παραγωγής ή εξυπηρέτησης (902 επιχειρήσεις). Εντούτοις, η εφαρμογή της AI σε πιο εξειδικευμένους τομείς παραμένει χαμηλή, με μόλις 754 επιχειρήσεις να την χρησιμοποιούν σε δραστηριότητες R&D.
Σημαντική είναι η αναφορά της ΕΛΣΤΑΤ σχετικά με τη μη συγκρισιμότητα των στοιχείων του 2025 με αυτά του 2024, εξαιτίας αλλαγής στη στατιστική μονάδα. Στην παρούσα έρευνα, είναι κρίσιμο να επισημάνουμε ότι η μονάδα αναφοράς ορίστηκε ως η μικρότερη οργανωτική μονάδα που διαθέτει αυτονομία στη λήψη αποφάσεων, αντί της νομικής μονάδας που χρησιμοποιήθηκε το 2024. Η έρευνα διεξήχθη σύμφωνα με τον Κανονισμό (ΕΚ) 2019/2152 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, εξασφαλίζοντας τη συμμόρφωση με τα ευρωπαϊκά πρότυπα.










