Η Ευρωπαϊκή Ένωση προχωρά χωρίς τυμπανοκρουσίες, αλλά με σοβαρές ανησυχίες από οργανώσεις ψηφιακών δικαιωμάτων, στην επόμενη φάση του κανονισμού Chat Control — μία πρωτοβουλία που έχει προκαλέσει εκτενείς συζητήσεις σχετικά με την καταπολέμηση του υλικού σεξουαλικής κακοποίησης ανηλίκων στο διαδίκτυο. Μετά από χρόνια αντιπαραθέσεων, το Συμβούλιο της ΕΕ κατέληξε σε κοινή θέση, ανοίγοντας το δρόμο για διαπραγματεύσεις με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και την Κομισιόν. Σημαντική πρόοδος είναι η απόσυρση της διάταξης που προέβλεπε την υποχρεωτική μαζική σάρωση κρυπτογραφημένων επικοινωνιών, κάτι που έχει προκαλέσει θύελλα αντιδράσεων.
Παρ’ όλα αυτά, αυτή η νίκη για τους υπέρμαχους της ιδιωτικότητας δεν σημαίνει ότι ο δρόμος είναι ελεύθερος. Το νέο κανονιστικό πλαίσιο εισηγείται υποχρεωτικά μέτρα “μείωσης κινδύνου”, ενώ η σάρωση περιεχομένου έγινε θεωρητικά “εθελοντική”. Για τους επικριτές, όμως, αυτά τα μέτρα λειτουργούν ως μια σύγχρονη μορφή παρακολούθησης που μπορεί να πλήξει την ανωνυμία. Υπό την επιφάνεια αυτών των αλλαγών, βρίσκονται πέντε κρίσιμοι κίνδυνοι για την ιδιωτικότητα και την ελευθερία του λόγου.
Διαβάστε επίσης
Η πρώτη απειλή είναι η επέκταση της λεγόμενης εθελοντικής σάρωσης σε υπηρεσίες χωρίς κρυπτογράφηση από άκρη σε άκρη. Οι πάροχοι αποκτούν τη δυνατότητα να εφαρμόσουν δικά τους εργαλεία για ανίχνευση παράνομου υλικού, γεγονός που ενδέχεται να οδηγήσει σε μαζικούς ελέγχους για νομικούς λόγους. Αυτό δημιουργεί ένα περιβάλλον χωρίς σαφείς κανόνες, όπου οι ιδιωτικές πλατφόρμες μπορούν να εγκαταστήσουν τεχνολογίες παρακολούθησης χωρίς δημόσιο έλεγχο και διαφάνεια. Καθώς η κρυπτογράφηση δεν καλύπτει όλες τις υπηρεσίες, ο κίνδυνος αθέατης επιτήρησης παραμένει έντονος.
Δεύτερον, το Chat Control απειλεί τους χρήστες που βασίζονται στην ανωνυμία για την αποκάλυψη κρατικών αυθαιρεσιών. Τα μέτρα “μείωσης κινδύνου” περιλαμβάνουν διαδικασίες επιβεβαίωσης ηλικίας ή ταυτότητας. Για τους δημοσιογράφους και ακτιβιστές που χρησιμοποιούν κρυπτογραφημένες πλατφόρμες, αυτές οι αλλαγές είναι επικίνδυνες. Η ικανότητα δημιουργίας ανώνυμων λογαριασμών καταρρέει, θέτοντας σε κίνδυνο την ελευθερία έκφρασης, ειδικά σε αυταρχικά καθεστώτα.
Τρίτη απειλή: το αναθεωρημένο σχέδιο επικεντρώνεται στην ανάλυση συνομιλιών μέσω τεχνητής νοημοσύνης. Η χρήση αυτών των συστημάτων για τον εντοπισμό “δείκτών προσέγγισης ανηλίκων” μπορεί να φαίνεται δικαιολογημένη στα χαρτιά, αλλά στην πράξη η τεχνητή νοημοσύνη μπορεί να κάνει λάθη. Οι καθημερινές ή επαγγελματικές συνομιλίες ενδέχεται να ερμηνευθούν λανθασμένα ως ύποπτες, με αποτέλεσμα αδικαιολόγητες κατηγορίες και απομάκρυνση από τις πραγματικές υποθέσεις που απαιτούν προσοχή.
Τέταρτη απειλή: η ανησυχία σχετικά με το client-side scanning. Παρά τις διασφαλίσεις ότι η κρυπτογράφηση δεν θα παρακαμφθεί, υπάρχει ο κίνδυνος σάρωσης των δεδομένων προτού αυτά κρυπτογραφηθούν. Αυτή η γκρίζα ζώνη στη νομοθεσία σημαίνει ότι, στο μέλλον, οι πάροχοι μπορεί να πιεστούν νομικά ή ρυθμιστικά για την εφαρμογή αυτών των μεθόδων επιτήρησης.
Τέλος, ο πιο επικίνδυνος παράγοντας ίσως να είναι ότι, παρά τη “εθελοντική” προσέγγιση, η ΕΕ χτίζει τη βάση για μαζική παρακολούθηση. Η απουσία σαφούς απαγόρευσης για τεχνικές σάρωσης και η ενθάρρυνση της ιδιωτικής πρωτοβουλίας προς αυτή την κατεύθυνση δημιουργούν ανησυχητικό πλαίσιο, με πιθανή μετάβαση από την εθελοντική στην υποχρεωτική σάρωση.
Εξαιτίας των διορθώσεων που πραγματοποιήθηκαν στην αρχική πρόταση, το Chat Control εγείρει κρίσιμα ερωτήματα για το μέλλον της ιδιωτικότητας στην Ευρώπη. Παρόλο που η άμεση απειλή για την κρυπτογράφηση φαίνεται να έχει αποκλειστεί, το πλαίσιο παραμένει αρκετά θολό για τους χρήστες. Οι επόμενες διαπραγματεύσεις με το Κοινοβούλιο και την Κομισιόν θα καθορίσουν εάν η τελική εκδοχή του κανονισμού θα διασφαλίσει την ιδιωτικότητα ή θα διευκολύνει τη δημιουργία μιας αρχιτεκτονικής παρακολούθησης στην Ευρώπη.







