Με επιβλητικό ρυθμό, το παγκόσμιο χρέος έχει φτάσει στα 346 τρισ. δολάρια το γ’ τρίμηνο του 2025, αντιπροσωπεύοντας περίπου το 310% του παγκόσμιου Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος (ΑΕΠ). Είναι σαφές ότι αυτό το επίπεδο χρέους παραδοσιακά θεωρείται μη βιώσιμο. Παρ’ όλα αυτά, οι χρηματοπιστωτικές αγορές δείχνουν μια σχετική ηρεμία, γεγονός που ενδέχεται να αντανακλά τη δημιουργία μιας νέας “κανονικότητας”, η οποία αποδέχεται την υπερχρέωση των οικονομικών συστημάτων. Το κρίσιμο ερώτημα που προκύπτει είναι αν η κατάσταση αυτή είναι πραγματικά βιώσιμη και ποιο είναι το κόστος ανάπτυξης για την παγκόσμια οικονομία.
Η παγκόσμια υπερχρέωση αυξάνει τις πιέσεις σε χώρες όπως η Ελλάδα.
Σύμφωνα με το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ), η μείωση του ιδιωτικού δανεισμού δεν είναι ικανή να αντισταθμίσει την έντονη αύξηση του δημόσιου χρέους. Αυτή η εξέλιξη σχετίζεται άμεσα με τις αυξανόμενες δημοσιονομικές ανάγκες για αμυντικές δαπάνες, επενδύσεις κατά της κλιματικής κρίσης και τα υψηλά επιτόκια που επιβάρυναν κυβερνήσεις από το 2022 και μετά. Σε αυτό το περιβάλλον, οι ανεπτυγμένες αγορές συγκεντρώνουν πλέον πάνω από 230 τρισ. δολάρια παγκόσμιου χρέους, ενώ οι αναδυόμενες οικονομίες σημειώνουν ρεκόρ που ξεπερνούν τα 115 τρισ.
Η εξέλιξη αυτή δεν είναι συμμετρική, καθώς οι αναπτυσσόμενες χώρες πληρώνουν το μεγαλύτερο τίμημα. Σύμφωνα με την Παγκόσμια Τράπεζα, την περίοδο 2022-2024, οι χώρες χαμηλού και μεσαίου εισοδήματος κατέβαλαν 741 δισ. δολάρια περισσότερα για την εξυπηρέτηση του χρέους τους απ’ ό,τι εισέπραξαν σε νέο δανεισμό, σημειώνοντας το μεγαλύτερο αρνητικό άθροισμα της τελευταίας μισής αιωνιότητος. Το ετήσιο κόστος τόκων ξεπέρασε τα 406 δισ. δολάρια, ενώ οι πόροι που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για τη βελτίωση στους τομείς της υγείας, εκπαίδευσης και υποδομών αναγκαστικά περιορίζονται.
Αυτή η εξέλιξη οδηγεί σε σημαντική εξέταση του χρέους από αναπτυξιακή σκοπιά. Καθώς οι δημόσιες δαπάνες αυξάνονται για την εξυπηρέτηση παλαιών υποχρεώσεων, ο διαθέσιμος χώρος για μελλοντικές επενδύσεις περιορίζεται. Το φαινόμενο αυτό δεν αφορά αποκλειστικά τις αναδυόμενες οικονομίες. Σε ένα περιβάλλον διαρκώς υψηλών επιτοκίων, οι ανεπτυγμένες χώρες απορροφούν ολοένα μεγαλύτερα ποσοστά της παγκόσμιας αποταμίευσης μέσω της έκδοσης χρέους, περιορίζοντας έτσι τον χώρο διαθέσιμο για ιδιωτικές επενδύσεις.
Η Ελλάδα ξεχωρίζει με ένα από τα υψηλότερα δημόσια χρέη στον ανεπτυγμένο κόσμο.
Επιπλέον, ο όγκος του χρέους που λήγει σύντομα προσθέτει ακόμα περισσότερη πίεση. Το Institute of International Finance (IIF) εκτιμά ότι περίπου 24 τρισ. δολάρια παλαιού χρέους θα πρέπει να αναχρηματοδοτηθούν μέχρι το 2026. Από αυτά, τα 16 τρισ. δολάρια ανήκουν σε ανεπτυγμένες οικονομίες και περίπου 8 τρισ. σε αναδυόμενες. Το κόστος αυτής της μετάβασης θα εξαρτηθεί από τα επιτόκια της επόμενης διετίας: αν αυτά παραμείνουν υψηλά, τότε ένα σημαντικό ποσοστό των μελλοντικών πόρων θα κατευθυνθεί στην αποπληρωμή παλαιών υποχρεώσεων αντί να χρηματοδοτήσει νέες επενδύσεις.
Προς το παρόν, οι αγορές φαίνεται να αποδέχονται την υπερχρέωση ως αναπόφευκτη, εν μέρει χάρη στον υψηλό πληθωρισμό που έχει μειώσει την πραγματική αξία του χρέους. Ωστόσο, αυτό το φαινόμενο δεν μπορεί να συνεχιστεί απεριόριστα. Η συζήτηση γύρω από το αν η παγκόσμια οικονομία εισέρχεται σε μια νέα εποχή χαμηλότερης ανάπτυξης γίνεται ολοένα και πιο έντονη.
Η θέση της Ελλάδας
Η ελληνική οικονομία βιώνει τη σημασία του διεθνούς σκηνικού του χρέους. Η χώρα παραμένει με ένα από τα υψηλότερα επίπεδα δημόσιου χρέους στον ανεπτυγμένο κόσμο, αλλά έχει να επιδείξει μια ευνοϊκή δομή χρέους: με μεγάλη μέση διάρκεια, υψηλό ποσοστό σταθερού επιτοκίου και σημαντικό ποσοστό δανείων από ευρωπαϊκούς μηχανισμούς στήριξης που προσφέρουν πολύ χαμηλό κόστος. Αυτό καθιστά το ελληνικό χρέος λιγότερο εκτεθειμένο στις βραχυπρόθεσμες μεταβολές των επιτοκίων.
Όμως, η προστασία αυτή δεν είναι απεριόριστη. Η άνοδος των διεθνών αποδόσεων μπορεί να επηρεάσει:
-Το κόστος δανεισμού του Δημοσίου
Αυξημένες αποδόσεις στα ευρωπαϊκά ομόλογα μπορούν να διευρύνουν το ελληνικό spread, ακόμη κι αν η χώρα παραμένει δημοσιονομικά συνεπής.
-Το κόστος χρηματοδότησης των επιχειρήσεων
Η διεθνής κατάσταση επηρεάζει άμεσα τις εκδόσεις εταιρικών ομολόγων και τις τραπεζικές χορηγήσεις. Σε μια εποχή που οι ελληνικές επιχειρήσεις χρειάζονται χρηματοδότηση για επενδύσεις σε προγράμματα πράσινης ενέργειας, υλικοτεχνικές υποδομές και ψηφιακή καινοτομία, το υψηλότερο κόστος χρήματος μπορεί να λειτουργήσει ως εμπόδιο.
-Το δημοσιονομικό χώρο για επενδύσεις
Από το 2026 έως το 2027, αφού ολοκληρωθούν οι πόροι του Ταμείου Ανάκαμψης, η Ελλάδα θα εξαρτηθεί περισσότερο από εθνικούς πόρους για να διατηρήσει τους ρυθμούς επενδύσεων. Αν οι διεθνείς πιέσεις απαιτήσουν μεγαλύτερα πρωτογενή πλεονάσματα και περιορισμό δαπανών, η χώρα μπορεί να οδηγηθεί σε μια περίοδο λιτότητας που θα συμπιέσει τις δημόσιες επενδύσεις.
Το κεντρικό ερώτημα παραμένει: με τόσο υψηλό χρέος, υπάρχει χώρος για ανάπτυξη; Η συζήτηση γύρω από το παγκόσμιο χρέος δεν συνδέεται μόνο με τη βιωσιμότητα των δημόσιων οικονομικών, αλλά αναδεικνύει και τις προκλήσεις που αντιμετωπίζει το μοντέλο ανάπτυξης. Εάν η παγκόσμια οικονομία συνεχίσει να δεσμεύει περισσότερους πόρους στην εξυπηρέτηση χρέους, θα περιοριστεί ο χώρος για δημόσιες και ιδιωτικές επενδύσεις. Αυτό έχει άμεσες συνέπειες για την παραγωγικότητα, την καινοτομία και την μεσοπρόθεσμη ανάπτυξη.
Για χώρες όπως η Ελλάδα, που βασίζονται στην προσέλκυση επενδύσεων και στη στροφή προς παραγωγικά μοντέλα υψηλότερης αξίας, αυτό το διεθνές περιβάλλον υπερχρέωσης αποτελεί σοβαρή πρόκληση. Οι επιπτώσεις περιλαμβάνουν τα κόστη χρηματοδότησης, τη διάθεση των επενδυτών για ρίσκο και τελικά την ανάπτυξη του ρυθμού μεγέθυνσης της οικονομίας.










