Η ραγδαία ανάπτυξη των data centers στην Ελλάδα, επηρεασμένη κυρίως από την εκρηκτική αύξηση των απαιτήσεων που προκύπτουν από την τεχνητή νοημοσύνη και την ψηφιακή οικονομία, επιφέρει σημαντικές πιέσεις στο ηλεκτρικό σύστημα της χώρας. Ανάμεσα σε αυτές τις πιέσεις, η εγκατεστημένη ισχύς αναμένεται να αυξηθεί ραγδαία από τα 40-50 MW στα 600-700 MW ή και άνω των 1,2 GW, ιδίως με την εξέλιξη του giga factory της ΔΕΗ στην Κοζάνη.
Ο υπουργός Ψηφιακής Διακυβέρνησης, Δημήτρης Παπαστεργίου, υπογράμμισε κατά τη διάρκεια του συνεδρίου του ΤΜΕΔΕ την αναγκαιότητα μιας στρατηγικής που να δίνει έμφαση στις υποδομές «πίσω από τον μετρητή» (behind the meter). Αυτή η στρατηγική αποσκοπεί στο να μειώσει την επιβάρυνση του εθνικού δικτύου ηλεκτρικής ενέργειας.
Η υποδομή «behind the meter» αναφέρεται σε ενεργειακά συστήματα που είναι εγκατεστημένα στους πελάτες, όπως φωτοβολταϊκά πάνελ ή μπαταρίες. Αυτά τα συστήματα είναι σχεδιασμένα να παράγουν ενέργεια που χρησιμοποιείται απευθείας από το κτίριο, επιτυγχάνοντας έτσι μείωση της εξάρτησης από το δίκτυο και δυνητικά κερδίζοντας μονάδες εξάγοντας την πλεονάζουσα ενέργεια πίσω στο δίκτυο.
Αντίθετα, τα συστήματα «front of the meter» προορίζονται για γεννήτριες μεγάλης κλίμακας, οι οποίες ανήκουν σε εταιρείες κοινής ωφέλειας. Οι λύσεις BTM προσφέρουν ενεργειακή ανεξαρτησία, μείωση κόστους και αυξημένη ανθεκτικότητα για κατοικίες και επιχειρήσεις.
Οι ενεργειακές προκλήσεις και οι λύσεις
Η Ελλάδα αντιμετωπίζει μια εκρηκτική αύξηση αιτημάτων σύνδεσης data centers στον ΑΔΜΗΕ: μέχρι τον Οκτώβριο του 2025 έχουν υποβληθεί 19 αιτήματα που αφορούν συνολική δύναμη 1.189 MW. Ανάμεσα σε αυτά, 315 MW έχουν ήδη λάβει οριστικές προσφορές και 873 MW βρίσκονται υπό μελέτη. Η υπερσυγκέντρωση στην Αττική (13 αιτήσεις, 840 MW) προκαλεί προβλήματα σχετικά με τη συμφόρηση, τις απαιτήσεις αξιοπιστίας και τους κινδύνους από απότομες απώλειες φορτίου, γεγονός που ανέδειξε η Μαρίνα Τσίλη από τον ΑΔΜΗΕ κατά την 32η Σύνοδο της Ελληνικής Επιτροπής CIGRE.
Η ελληνική κυβέρνηση προωθεί το μοντέλο παραγόμενης και καταναλισκόμενης ενέργειας τοπικά από ανανεώσιμες πηγές (ΑΠΕ), με παραδείγματα σε περιοχές όπως η Πτολεμαΐδα και η Μεγαλόπολη. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της προσέγγισης είναι το σχέδιο της ΔΕΗ για τη Δυτική Μακεδονία, όπου προγραμματίζεται η κατασκευή giga factory στα παλιά λιγνιτωρυχεία της περιοχής. Η ΔΕΗ σχεδιάζει εγκαταστάσεις με φωτοβολταϊκά παρέχοντας ταυτόχρονα αντλησιοταμίευση και φυσικό αέριο, καλύπτοντας τις ανάγκες των data centers και αξιοποιώντας πλεονάζουσα πράσινη ενέργεια χωρίς νέες υποδομές.
Ο Γιώργος Στάσσης, CEO της ΔΕΗ, από το βήμα του PTEC (Partnership for Transatlantic Energy Cooperation), προειδοποίησε για τις εκτιμήσεις που θέλουν αύξηση 20 GW επιπλέον σε ευρωπαϊκό επίπεδο τα επόμενα πέντε χρόνια. Υπογράμμισε τη σημασία αποσύνδεσης από το δίκτυο προκειμένου να αποφευχθούν οι αυξήσεις τιμών, επισημαίνοντας τις ειδικές προκλήσεις στα δίκτυα και την παραγωγή ενέργειας.
Η στρατηγική της ΔΕΗ και οι διεθνείς συνεργασίες
Το giga factory της ΔΕΗ στην Κοζάνη αναμένεται να διπλασιάσει την ισχύ της, ενώ ο Δημήτρης Παπαστεργίου έχει αφήσει ανοιχτό το ενδεχόμενο συνεργασίας με την Ιταλία, η οποία υλοποιεί παρόμοια έργα. Αυτή η προσέγγιση προάγει τη διεσπαρμένη παραγωγή και αυξάνει την παραγωγικότητα με ελάχιστη επιβάρυνση του ηλεκτρικού συστήματος, ενώ παράλληλα προσαρμόζεται στις προκλήσεις όπως η αυξημένη κατανάλωση και οι απαιτήσεις υψηλής διαθεσιμότητας.
Ο ρόλος του δικτύου οπτικής ίνας
Ένα καθοριστικό στοιχείο στην ανάπτυξη των data centers, και συγκεκριμένα στην περίπτωση της Ελλάδας, είναι ότι οι επενδυτές δείχνουν προτίμηση για εγγύτητα των κέντρων δεδομένων σε τηλεπικοινωνιακούς κόμβους. Αυτό καταδεικνύει ότι η ταυτόχρονη επένδυση στο δίκτυο οπτικής ίνας συμπληρώνει ιδανικά την ενεργειακή στρατηγική της χώρας.
Οι απαιτήσεις των επενδυτών data centers περιλαμβάνουν εγγύτητα σε τηλεπικοινωνιακούς κόμβους για να συμπιέσουν τον χρόνο καθυστέρησης (low latency) στη μεταφορά δεδομένων, ιδίως σε εφαρμογές τεχνητής νοημοσύνης. Έτσι, η ανάπτυξη δικτύων οπτικής ίνας διαδραματίζει κρίσιμο ρόλο στην ανταγωνιστικότητα της χώρας.
Αυτή η δυναμική εξηγεί την υψηλή συγκέντρωση των αιτημάτων στην Αττική, όπου το δίκτυο οπτικής ίνας ήδη υποστηρίζει υψηλές ταχύτητες μεταφοράς δεδομένων.
Προκλήσεις και μελλοντικές προοπτικές
Η συσσώρευση αιτημάτων σε περιορισμένες γεωγραφικές περιοχές δημιουργεί την ανάγκη για μεθοδολογία επιλογής σημείων σύνδεσης, βασισμένη σε ικανότητα δικτύου, επιπτώσεις σε συμφόρηση και επάρκεια. Σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, εξετάζεται η θέσπιση ειδικού πλαισίου για την υποβολή αιτήσεων από ενεργοβόρους καταναλωτές, όπως τα data centers, καθώς και απαιτήσεις σύνδεσης.
Η αυξημένη ζήτηση για νέα data centers στη νοτιοανατολική Αττική, σε συνδυασμό με τις προγραμματισμένες ανάγκες υψηλής κατανάλωσης σε άλλες χρήσεις, επιβεβαιώνει την αναγκαιότητα της τοπικής ενίσχυσης του ηλεκτρικού συστήματος. Η συγκέντρωση αιτημάτων σε συγκεκριμένες περιοχές υπογραμμίζει την ανάγκη για μεθοδολογία που θα εντοπίζει τα βέλτιστα σημεία σύνδεσης.
Κεντρικά κριτήρια της μεθοδολογίας πρέπει να είναι η ικανότητα του δικτύου να καλύψει σταθερά την απαραίτητη ισχύ, οι επιπτώσεις της νέας ζήτησης σε πιθανές τοπικές υπερφορτίσεις, καθώς και η συνολική επάρκεια του συστήματος μεταφοράς. Στόχος είναι να αποτραπούν προβλήματα επάρκειας, ιδίως με την ταυτόχρονη αύξηση φορτίων για ηλεκτρικά οχήματα και αντλίες θερμότητας, λόγω της υψηλής ισχύος που απαιτούν τα data centers.










