Οι τελευταίοι δείκτες οικονομικής δραστηριότητας στην Ευρώπη καταδεικνύουν ότι η ευρωπαϊκή οικονομία παραμένει σε θετικό δρόμο, αν και παρουσιάζει σημάδια επιβράδυνσης στη δυναμική της ανάπτυξης. Αυτή η κατάσταση αναγκάζει τη Ευρωζώνη, καθώς πλησιάζει το 2026, να αναλογιστεί όχι μόνο τις δυνατότητές της για διατήρηση της αναπτυξιακής της πορείας αλλά και το αν είναι σε θέση να στηριχθεί χωρίς την ανάγκη εξωτερικής βοήθειας.
Η ευρωπαϊκή οικονομία εισέρχεται στο 2026 με χαμηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης.
Ο σύνθετος δείκτης PMI της Ευρωζώνης κατέγραψε πτώση τον Δεκέμβριο, φθάνοντας τις 51,9 μονάδες από 52,8 τον Νοέμβριο, υποδηλώνοντας μια αδύναμη δυναμική που είναι κάτω από τις εκτιμήσεις των αναλυτών. Παρά το γεγονός ότι παραμένει πάνω από το κρίσιμο όριο των 50 μονάδων, που διαχωρίζει της περιοχή της ανάπτυξης από εκείνη της συρρίκνωσης, η εξασθένιση αυτή αποτελεί ένα προειδοποιητικό σήμα ότι η ευρωπαϊκή οικονομία εξελίσσεται αργά.
Η μεταποίηση επανέρχεται σε τροχιά συρρίκνωσης, με τον δείκτη να πέφτει στις 49,2 μονάδες.
Αυτή η επιβράδυνση αναδεικνύει τις δύο ταχύτητες της οικονομίας. Ο τομέας των υπηρεσιών συνεχίζει να προσφέρει ανάπτυξη με δείκτη στις 52,6 μονάδες, ενισχύοντας την απασχόληση και τη ζήτηση. Ωστόσο, η μεταποίηση, με τον σχετικό δείκτη να υποχωρεί στις 49,2 μονάδες, επανέρχεται σε καθεστώς συρρίκνωσης, καθώς οι νέες παραγγελίες μειώνονται με τον ταχύτερο ρυθμό των τελευταίων μηνών.
Το κλείσιμο του 2025 εγείρει ερωτήματα σχετικά με την αντοχή της ανάπτυξης το πρώτο εξάμηνο του 2026.
Η διαρθρωτική αυτή αλλαγή έχει ζωτική σημασία για την μακροοικονομική σταθερότητα. Ενώ οι υπηρεσίες υποστηρίζουν την τρέχουσα δραστηριότητα, η μεταποίηση συνδέεται άμεσα με κρίσιμες παραμέτρους όπως οι επενδύσεις σε εξοπλισμό, οι εξαγωγές και η παραγωγικότητα. Όταν η βιομηχανική δραστηριότητα επιβραδύνεται, οι συνέπειες συχνά δεν είναι άμεσες στο ΑΕΠ αλλά εμφανίζονται με καθυστέρηση, γεγονός που μπορεί να πλήξει τις μελλοντικές δυνατότητες ανάπτυξης.
Σύμφωνα με ιστορικά δεδομένα γύρω από τους δείκτες PMI, η παρατεταμένη πτώση των νέων παραγγελιών στη μεταποίηση προμηνύει συχνά μια γενικότερη επιβράδυνση στο επόμενο τρίμηνο, ενώ η κατάσταση στο τέλος του 2025 εγείρει σοβαρές ανησυχίες για την ανθεκτικότητα της ανάπτυξης το πρώτο μισό του 2026.
Πληθωρισμός και οι προκλήσεις ελέγχου του
Ο πληθωρισμός στην Ευρωζώνη παραμένει κοντά στο στόχο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), με τις ετήσιες τιμές να κυμαίνονται γύρω από το 2,1%. Ωστόσο, αυτή η σταθεροποίηση δεν ενδυναμώνει την ανάγκη για χαλάρωση των χρηματοδοτικών συνθηκών.
Η χρηματοδότηση νέων έργων απαιτεί πλέον υποδειγματικά επιχειρηματικά σχέδια και αυξημένες αποδόσεις.
Η ΕΚΤ βρίσκεται σε μια κρίσιμη περίοδο, εξετάζοντας τις ανησυχίες για την οικονομική δραστηριότητα και τους δείκτες εμπιστοσύνης. Αν και ο πληθωρισμός δεν έχει μειωθεί αρκετά για να δικαιολογήσει τη μείωση των επιτοκίων, το περιβάλλον δείχνει σταθερότητα αλλά σε επίπεδα που επιβαρύνουν το κόστος χρηματοδότησης για επιχειρήσεις και κράτη. Αυτό μεταφράζεται σε αυστηρότερους όρους για τις νέες επενδύσεις, ευνοώντας ορισμένους τομείς ενώ αφήνει άλλους σε δυσμενή θέση.
Προκλήσεις και προοπτικές για το 2026
Αυτό που προκύπτει από το τέλος του 2025 είναι ότι η Ευρωζώνη θα εισέλθει το 2026 χωρίς σαφείς αναπτυξιακές προοπτικές. Αν και η ανάπτυξη συνεχίζεται, κυρίως μέσω των υπηρεσιών, οι επενδύσεις και η βιομηχανική παραγωγή αποτελούν δευτερεύοντες παράγοντες. Αυτή η κατάσταση καταδεικνύει τη μειωμένη δυναμική και την αυξημένη ευαισθησία σε εξωτερικούς κραδασμούς, όπως γεωπολιτικές εξελίξεις και διεθνείς εμπορικές συνθήκες.
Μια Ευρώπη που αναπτύσσεται με χαμηλούς ρυθμούς δυσκολεύεται να επιτελέσει το ρόλο ενός ισχυρού εξωτερικού μοχλού ανάπτυξης.
Οι οικονομικά ασθενέστερες χώρες, όπως η Ελλάδα, θα βιώσουν άμεσες συνέπειες από αυτήν τη κατάσταση, καθώς η ζήτηση από την Ευρωζώνη επηρεάζει τις εξαγωγές, τον τουρισμό και τις επενδύσεις των πολυεθνικών. Η ανάγκη για μία ευρωπαϊκή οικονομία με δυναμική ανάπτυξης είναι επιτακτική, προκειμένου να λειτουργήσει ως κινητήριος μοχλός για την ανάπτυξη.
Η συζήτηση στις Βρυξέλλες μετατοπίζεται προς την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας.
Η έλλειψη νέων κύκλων νομισματικής χαλάρωσης υποδηλώνει ότι η ανάπτυξη της Ευρώπης το 2026 θα βασιστεί ολοένα και περισσότερο σε διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που θα προάγουν την παραγωγικότητα, τη συμμετοχή σε καινοτόμες διαδικασίες και την καλύτερη ανακατανομή των πόρων. Ενδεικτικό είναι ότι οι συζητήσεις στις Βρυξέλλες επικεντρώνονται περισσότερο στις μακροπρόθεσμες στρατηγικές ενίσχυσης της ανταγωνιστικότητας και της βιομηχανικής πολιτικής, παρά στη βραχυπρόθεσμη οικονομική στήριξη.










