Η ανάρτηση του Γ. Δάρρα έχει ως εξής:
Γιατί καταψήφισα τη συμμετοχή της ΕΡΤ στη Eurovision 2026
Εχθες, στο Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΡΤ, κληθήκαμε να εγκρίνουμε τη δαπάνη για τη συμμετοχή στη Eurovision 2026.
Οι δύο εκπρόσωποι των εργαζομένων καταψηφίσαμε.
Εξήγησα ότι η στάση μου δεν σχετίζεται με κάποια πεποίθηση ότι η Eurovision πρέπει να «πολεμηθεί».
Αλλά επειδή πιστεύω ότι, σε αυτή τη συγκυρία, δεν μπορείς απλώς να συνεχίσεις σαν να μη συμβαίνει τίποτα.
– Η Eurovision δεν κρίνεται με καλλιτεχνικά ή αισθητικά κριτήρια.
Δεν κρίνεται από το αν είναι «υψηλή τέχνη» ούτε από το αν μας αρέσει.
– Κρίνεται με όρους εμβέλειας.
Όχι από το ποιους αφορά, αλλά από το πόσους αφορά.
Και στην τηλεόραση, η εμβέλεια συνεπάγεται πάντα ευθύνη.
Μιλάμε για ένα από τα μεγαλύτερα τηλεοπτικά γεγονότα στην Ευρώπη.
Για μια εικόνα που προβάλλεται ταυτόχρονα σε εκατομμύρια οθόνες.
Και όταν ένα τηλεοπτικό προϊόν έχει τέτοια εμβέλεια, δεν λειτουργεί απλώς ως ψυχαγωγία, παράγει κανονικότητα.
– Το 2022, η EBU έκρινε ότι η συμμετοχή της Ρωσίας στη Eurovision, εν μέσω της εισβολής στην Ουκρανία, θα έφερνε τον διαγωνισμό “into disrepute”.
Δηλαδή:
Τότε ειπώθηκε καθαρά ότι υπάρχουν στιγμές που
η επίκληση της «ουδετερότητας» δεν προστατεύει τον θεσμό, τον εκθέτει.
Σήμερα, όμως, η ίδια λογική δεν εφαρμόζεται με τον ίδιο τρόπο.
Και αυτή η ασυμμετρία δεν είναι τεχνικό ζήτημα.
Είναι πολιτική επιλογή.
– Ας είμαστε ειλικρινείς.
Αυτό που συμβαίνει δεν είναι θέμα διαφορετικών απόψεων.
Δεν είναι «οπτική γωνία».
Υπάρχουν ήδη συγκεκριμένες διεθνείς θεσμικές αξιολογήσεις:
που αναγνώρισαν ότι οι καταγγελίες υπό τη Σύμβαση για τη Γενοκτονία στη Γάζα κρίνονται βάσιμες (plausible)
και επέβαλαν επείγοντα μέτρα προστασίας αμάχων.
που μιλούν για επιθέσεις σε αμάχους, νοσοκομεία και κρίσιμες υποδομές.
Αυτά δεν είναι αντικείμενο προσωπικής κρίσης.
Είναι ζητήματα που έχουν τεθεί επισήμως στο πεδίο του διεθνούς δικαίου και της θεσμικής ευθύνης.
– Δεν είναι τυχαίο ότι μετά την απόφαση της EBU
να προχωρήσει κανονικά στη Eurovision 2026, δημόσιοι ραδιοτηλεοπτικοί οργανισμοί επέλεξαν να αποχωρήσουν:
Όταν δημόσιες τηλεοράσεις αποχωρούν, δεν μιλάμε για «ακραίους» ούτε για περιθωριακές φωνές.
Μιλάμε για θεσμούς που αναλαμβάνουν κόστος.
Και τότε το κρίσιμο ερώτημα δεν είναι ποιοι αποχωρούν, αλλά ποια κανονικότητα διαμορφώνεται από όσους μένουν.
Η καταψήφιση αυτή δεν ήταν ένα «όχι» στη Eurovision.
Ήταν ένα «όχι» στη λογική ότι η δημόσια τηλεόραση
μπορεί να λειτουργεί μηχανικά, χωρίς να αναμετριέται με το πλαίσιο μέσα στο οποίο δρα.
Σε αυτή τη συγκυρία δεν υπάρχει «μη θέση».
Η επίκληση της ουδετερότητας κραυγάζει θέση.
Είναι επιλογή ανοχής και κανονικοποίησης σε εγκλήματα πολέμου.
Και όταν ένας θεσμός συνεχίζει σαν να μη συμβαίνει τίποτα,
συμβάλλει στην κανονικοποίηση μιας κατάστασης που διεθνείς οργανισμοί και δικαστήρια ήδη αξιολογούν με τους πιο βαρείς όρους.
Αυτή η στάση δεν είναι προσωπική.
Εντάσσεται σε μια ευρύτερη ευρωπαϊκή συζήτηση και σε πρακτικές εργαζομένων σε δημόσια μέσα.
Δεν είναι εξαίρεση.
Είναι μέρος μιας θεσμικής ευθύνης.










