Για πρώτη φορά, η Ευρώπη αναγνωρίζει ότι η μετάβαση προς την ηλεκτροκίνηση δεν εξελίσσεται σύμφωνα με τις αρχικές προσδοκίες. Η πρόσφατη απόφαση της Κομισιόν, να προσφέρει μεγαλύτερη ευελιξία στους στόχους εκπομπών CO₂ για τα αυτοκίνητα και να επεκτείνει χρονικά τις υποχρεώσεις των κατασκευαστών για την περίοδο 2025-2027, δεν είναι απλώς μια τεχνική προσαρμογή. Πρόκειται για ένα σαφές μήνυμα βιομηχανικής πολιτικής, καθώς το κόστος της μετάβασης αρχίζει να επηρεάζει περισσότερο από ότι αναμενόταν. Κομισιόν
Η χρονική επιλογή αυτής της δήλωσης δεν είναι τυχαία. Μετά από μια δεκατία σταθερής ανάπτυξης, οι πωλήσεις ηλεκτρικών οχημάτων στην Ευρώπη παρουσιάζουν σημάδια κόπωσης. Σύμφωνα με την ACEA, το ποσοστό των πλήρως ηλεκτρικών αυτοκινήτων στις νέες ταξινομήσεις υποχώρησε το 2024 κάτω από το 14%, από σχεδόν 15% το προηγούμενο έτος. Σε μεγάλες αγορές όπως η Γερμανία, οι πωλήσεις έχουν μειωθεί κατά διψήφια ποσοστά, κυρίως μετά την απόσυρση κρατικών επιδοτήσεων. Για πρώτη φορά από το 2020, η τάση αυτή δεν είναι απλώς οριζόντια, αλλά δείχνει και πτωτική κατεύθυνση.
Το κόστος παραμένει κλειδί
Η επιβράδυνση δεν είναι μόνο θέμα ψυχολογίας καταναλωτών, αλλά και αριθμών. Παρά τη μείωση των τιμών των μπαταριών σε παγκόσμιο επίπεδο, στην ευρωπαϊκή αγορά η διαφορά τιμής μεταξύ ηλεκτρικών και συμβατικών οχημάτων κυμαίνεται κατά μέσο όρο μεταξύ 8.000 και 12.000 ευρώ. Για πολλούς πολίτες, η εξίσωση δεν βγαίνει, ειδικά σε ένα περιβάλλον με υψηλά επιτόκια και περιορισμένη αγοραστική δύναμη.
Επισήμως, η Ευρωπαϊκή Ένωση επιμένει στον στόχο των μηδενικών εκπομπών για νέα αυτοκίνητα μέχρι το 2035. Ωστόσο, η χαλάρωση των ενδιάμεσων στόχων στέλνει μήνυμα στην αγορά ότι το ρυθμιστικό πλαίσιο μπορεί να αλλάξει όταν οι πιέσεις είναι υψηλές. Αυτό έχει άμεσες επιπτώσεις στις επενδυτικές αποφάσεις των κατασκευαστών.
Θολό σήμα για επενδύσεις της επόμενης δεκαετίας
Η πλήρης μετάβαση στην ηλεκτροκίνηση απαιτεί τεράστια κεφάλαια. Σύμφωνα με εκτιμήσεις της Κομισιόν και κορυφαίων βιομηχανικών ομίλων, η ευρωπαϊκή αυτοκινητοβιομηχανία χρειάζεται επενδύσεις άνω των 250 δισ. ευρώ μέχρι το 2030 για εργοστάσια, νέες πλατφόρμες παραγωγής και εφοδιαστικές αλυσίδες. Πρόκειται για επενδύσεις με μακροπρόθεσμο ορίζοντα, όχι για ευέλικτες, βραχυπρόθεσμες κινήσεις.
Αλλά όταν οι κανόνες γίνονται πιο «εύκαμπτοι», το σήμα για τις επενδύσεις γίνεται θολό. Αν οι στόχοι μπορούν να μετατοπιστούν σήμερα, ποια είναι η σιγουριά ότι η ηλεκτροκίνηση θα παραμείνει η αποκλειστική στρατηγική αύριο; Το αποτέλεσμα είναι ήδη ορατό: πολλές εταιρείες επιβραδύνουν ή επανασχεδιάζουν τα σχέδια τους, εστιάζοντας περισσότερο σε υβριδικές λύσεις και σε βελτιωμένους κινητήρες εσωτερικής καύσης. Λιγότερος κίνδυνος, αλλά και μικρότερη μεταμόρφωση.
Η Ευρώπη κινείται σε διαφορετική κατεύθυνση σε σύγκριση με τους ανταγωνιστές της. Οι Ηνωμένες Πολιτείες υποστηρίζουν τη βιομηχανία τους με δισεκατομμύρια δολάρια μέσω του Inflation Reduction Act, ενώ η Κίνα ελέγχει μεγάλο μέρος της παγκόσμιας αλυσίδας μπαταριών και πρώτων υλών. Η Ευρώπη, αντίθετα, προσπαθεί να ισορροπήσει ανάμεσα σε στόχους, κανονισμούς και αγορές χωρίς πάντα να διαθέτει μια ξεκάθαρη στρατηγική.
Αδύνατο σημείο
Η δυσκολία δεν περιορίζεται μόνο στα εργοστάσια, αλλά επεκτείνεται και στις υποδομές φόρτισης. Η Ευρωπαϊκή Ένωση διαθέτει περίπου 600.000 δημόσια σημεία φόρτισης, ωστόσο οι εκτιμήσεις της Κομισιόν αναφέρουν ότι χρειάζονται περισσότερα από 3 εκατομμύρια μέχρι το 2030. Το χάσμα αυτό είναι τεράστιο.
Οι επενδύσεις στις υποδομές φόρτισης προχωρούν με αργούς ρυθμούς και με σημαντικές αποκλίσεις ανά χώρα. Διαδικασίες αδειοδότησης, κορεσμένα ηλεκτρικά δίκτυα και χαμηλές αποδόσεις επενδύσεων καθιστούν αυτά τα έργα λιγότερο ελκυστικά για τους ιδιώτες. Χωρίς ένα αξιόπιστο δίκτυο φόρτισης, η ζήτηση για ηλεκτρικά οχήματα παραμένει ευάλωτη και χωρίς ζήτηση οι επενδύσεις στην παραγωγή δυσκολεύονται να αποδώσουν.
Τι σημαίνει αυτό για την Ελλάδα
Η Ελλάδα δεν διαθέτει αυτοκινητοβιομηχανία, αλλά ούτε και είναι εκτός της εξίσωσης. Ως χώρα εισαγωγής οχημάτων, με υψηλή εξάρτηση από τον τουρισμό και τις μεταφορές, οποιαδήποτε καθυστέρηση ή αβεβαιότητα στη μετάβαση επηρεάζει το κόστος μετακίνησης και τις λειτουργίες των επιχειρήσεων.
Παράλληλα, οι επενδύσεις σε υποδομές φόρτισης συνδέονται άμεσα με τις αγορές ενέργειας, τα ακίνητα και τις μεταφορές. Το πού, πότε και με ποια πυκνότητα θα αναπτυχθούν τα δίκτυα φόρτισης δεν είναι απλώς τεχνική λεπτομέρεια. Αποτελεί μια στρατηγική επιλογή με σοβαρές επιπτώσεις στις τιμές, τις επενδύσεις και την ανταγωνιστικότητα.
Η χαλάρωση των στόχων δεν ισοδυναμεί με την εγκατάλειψη της ηλεκτροκίνησης, αλλά αναγνωρίζει ότι η αρχική στρατηγική δεν άντεξε απόλυτα στις επιταγές της αγοράς. Το κρίσιμο ζήτημα για το 2026 δεν είναι αν η Ευρώπη θα συνεχίσει τη πράσινη μετάβαση, αλλά εάν θα κατορθώσει να επενδύσει με συνέπεια σε ολόκληρη την αλυσίδα, από τους παραγωγούς μέχρι το δίκτυο. Διαφορετικά, η ήπια επιβράδυνση κινδυνεύει να εξελιχθεί σε μόνιμη απώλεια στρατηγικού πλεονεκτήματος.










