Ο επιχειρηματίας της Σίλικον Βάλεϊ, Λιπ-Μπου Ταν, διευθύνων σύμβουλος της Intel, κατάφερε να ανατρέψει μια σοβαρή επίθεση από τον πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ, εξασφαλίζοντας μια ποσοτική επένδυση δισεκατομμυρίων δολαρίων από την αμερικανική κυβέρνηση. Αυτή η εξέλιξη δεν είναι μόνο ενδεικτική της επιχειρηματικής του ικανότητας, αλλά και της στρατηγικής του σκέψης σε ένα περιβάλλον γεωπολιτικών εντάσεων και ανταγωνισμού στην παραγωγή ημιαγωγών, όπως αναφέρει το [Reuters](https://www.reuters.com).
Η ιστορία αυτή αποκαλύπτει πώς οι δεξιότητες διαπραγμάτευσης του Ταν μεταμόρφωσαν μια κρίση σε ευκαιρία για την Intel, υποδεικνύοντας τη σημασία ισχυρών επιχειρηματικών σχέσεων και στρατηγικών κινήσεων.
Η Επίθεση του Τραμπ
Στις 7 Αυγούστου, νωρίς το πρωί, ο πρόεδρος Τραμπ ανάρτησε στο Truth Social: «Ο CEO της Intel είναι υπερβολικά ΕΜΠΛΕΚΟΜΕΝΟΣ και πρέπει να παραιτηθεί άμεσα». Η οργή του Τραμπ προήλθε από τις εμπλοκές του Ταν με κινεζικές εταιρείες, κάποιες εκ των οποίων είχαν συνδέσεις με τις ένοπλες δυνάμεις της Κίνας. Εν τω μεταξύ, άλλοι ηγέτες της τεχνολογίας, όπως οι CEO των [Nvidia](https://www.nvidia.com), [AMD](https://www.amd.com) και [OpenAI](https://www.openai.com), είχαν συναντήσει τον πρόεδρο, αλλά ο Ταν δεν είχε επισκεφθεί ποτέ τον Λευκό Οίκο από την ανάληψη των καθηκόντων του τον Μάρτιο.
Αμεσως μετά την ανάρτηση, η Intel οργάνωσε συνάντηση με τον Τραμπ. Ο Ταν ζήτησε τη στήριξη επιδραστικών φίλων του, όπως οι Σάτια Ναντέλα της Microsoft και Τζένσεν Χουάνγκ της Nvidia. Στην 40λεπτη συνάντηση στο Οβάλ Γραφείο, παρουσία υπουργών, ο Ταν παρουσίασε την ιστορία του ως Αμερικανού πατριώτη και ηγήθηκε μιας συζήτησης σχετικά με τις στρατηγικές επενδύσεις του στην Κίνα.
Η Επιτυχής Συμφωνία του Λιπ-Μπου Ταν
Αντί να ζητήσει επιδότηση μέσω του νόμου CHIPS Act, ο Ταν αποδέχθηκε ένα νέο μοντέλο συνεργασίας, το οποίο περιλάμβανε αντάλλαγμα σε μετοχές: η κυβέρνηση επενδύει δισεκατομμύρια για ποσοστό σχεδόν 10% στην Intel, καθιστώντας την τον μεγαλύτερο μέτοχο της εταιρείας. Αυτή η συμφωνία, αξίας 5,7 δισ. δολαρίων σε μετρητά, άφησε την Intel με την πρόσληψη ότι είναι «πολύ στρατηγική για να αποτύχει», ανοίγοντας τις πόρτες σε νέους συνεργάτες. Ο Λούτνικ χαρακτήρισε τη συμφωνία «δίκαιη», με τον Ταν να δηλώνει: «Θα κάνουμε την Intel great again», μιμούμενος το προεκλογικό σύνθημα του Τραμπ.
Μόλις λίγες εβδομάδες αργότερα, η Intel εξασφάλισε 5 δισ. από τη [Nvidia](https://www.nvidia.com) και 2 δισ. από τη [SoftBank](https://www.softbank.com) του Μασαγιόσι Σον. Λόγω των εξελίξεων, η μετοχή της Intel παρουσίασε αύξηση 80% από την ανάληψη του Ταν, ξεπερνώντας τον S&P 500 και τη Nvidia στο ποσοστό ανάπτυξης. Μάλιστα, ο Τραμπ δημοσίευσε εικόνα με την άνοδο της μετοχής, εστιάζοντας στην αξία της κυβερνητικής συμμετοχής.
Το Προφίλ του Λιπ-Μπου Ταν
Ο Λιπ-Μπου Ταν γεννήθηκε στη Μαλαισία από Κινέζους γονείς, πατέρα δημοσιογράφο και μητέρα δασκάλα. Ξεκίνησε τη σταδιοδρομία του ως φοιτητής πυρηνικής μηχανικής, αλλά το 1983 στράφηκε στον τομέα του venture capital. Με επιτυχείς επενδύσεις, απέκτησε περιουσία άνω των 500 εκατ. δολαρίων και ανέλαβε ηγετικά πόστα σε σημαντικές εταιρείες, συμπεριλαμβανομένων των [Cadence](https://www.cadence.com) και Intel (πρόεδρος δ.σ. 2022-2024). Οι ικανότητές του ως dealmaker τον καθιστούν ιδανικό για τέτοιες κρίσεις, αν και υπάρχουν αμφιβολίες σχετικά με την τεχνική του εμπειρία στην παραγωγή ημιαγωγών.
Ως CEO της Intel, ο Ταν προχώρησε σε δραστικές αποφάσεις, όπως η απόλυση του 15% του προσωπικού (κυρίως διευθυντές και προϊστάμενοι τμημάτων), ενώ επιπλέον ανέβασε μηχανικούς στην ιεραρχία, όπως τον Πουσκάρ Ρανάντε σε CTO (Chief Technology Officer). Παράλληλα, συμβουλεύεται πολυάριθμους πελάτες, όπως η [Amazon](https://www.amazon.com) και η [Google](https://www.google.com), ενώ η διαχείριση επενδυτικών funds (Walden, Celesta) του έχει προκαλέσει ερωτήματα για συγκρούσεις συμφερόντων.
Προκλήσεις και Επιπτώσεις
Παρά τις θετικές εξελίξεις, οι δυσκολίες της Intel στην παραγωγή παραμένουν: η Nvidia ανέστειλε τη διαδικασία παραγωγής ημιαγωγών 18A και απαιτούνται 20 δισ. δολάρια για νέο εργοστάσιο. Η συμφωνία με τον Τραμπ εισάγει μια νέα εποχή βιομηχανικής πολιτικής, με κρατικές συμμετοχές σε στρατηγικής σημασίας εταιρείες. Ωστόσο, οι ξένοι κατασκευαστές τσιπ ανησυχούν για πιθανές προνομιακές μεταχειρίσεις της Intel.
Συνοπτικά, η συμφωνία του Λιπ-Μπου Ταν με τον Τραμπ μπορεί να αποδειχθεί σωτήρια για την Intel, ενισχύοντας την εθνική παραγωγή ημιαγωγών εν μέσω της άνθησης της τεχνητής νοημοσύνης.










