Η Ευρωπαϊκή Ένωση βρίσκεται σε μια κρίσιμη καμπή όσον αφορά την καταπολέμηση της παιδικής σεξουαλικής κακοποίησης στο διαδίκτυο. Το ζήτημα αυτό έχει γίνει κεντρικό θέμα συζήτησης τα τελευταία χρόνια, καθώς οι πολιτικές που αφορούν τη σάρωση ψηφιακών υπηρεσιών για τον εντοπισμό και την αφαίρεση υλικού παιδικής σεξουαλικής κακοποίησης (CSAM) αποτελούν αντιπαράθεση μεταξύ ιδιωτικότητας και ασφάλειας.
Η νέα συμφωνία των κρατών-μελών της ΕΕ φαίνεται να επαναστατεί στην αρχική σκέψη για την υποχρεωτική σάρωση ψηφιακού περιεχομένου. Αντί για ένα πιο επιθετικό πλαίσιο που θα υποχρέωνε τις εταιρείες να πραγματοποιούν μαζικούς ελέγχους, επιλέγεται μια πιο ήπια προσέγγιση, που ενδέχεται να ωφελήσει μεγάλες τεχνολογικές εταιρείες όπως η Meta και η Google.
Οι προηγούμενες πολιτικές του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου είχαν προκαλέσει έντονες αντιδράσεις. Συγκεκριμένα, απαιτούσαν από τις εφαρμογές μηνυμάτων και τις διαδικτυακές πλατφόρμες να εντοπίζουν και να αναφέρουν το CSAM, ακόμα και αν αυτό σήμαινε παρέμβαση στην κρυπτογράφηση των επικοινωνιών. Οργανώσεις υπεράσπισης της ιδιωτικότητας προειδοποιούσαν ότι αυτές οι ρυθμίσεις θα μπορούσαν να θέσουν σε κίνδυνο την ασφάλεια και την ιδιωτικότητα των χρηστών.
Σύμφωνα με τον Reuters, η νέα διατύπωση του Συμβουλίου της ΕΕ αποφεύγει την υποχρεωτική σάρωση, απαιτώντας από τις εταιρείες να κάνουν εκτίμηση κινδύνου και να λάβουν προληπτικά μέτρα, αποφεύγοντας την υποχρεωτική αναφορά CSAM μέσω αυτόματης σάρωσης.
Αυτό γεννά ερωτήματα σχετικά με την πραγματική αποτελεσματικότητα των μέτρων αυτών: οι πλατφόρμες καλούνται να αυτορυθμιστούν, αναλαμβάνοντας την ευθύνη για την αντιμετώπιση του προβλήματος χωρίς σαφείς υποχρεώσεις.
Κάθε κράτος-μέλος θα ορίσει εθνικές αρχές που θα παρακολουθούν και θα ελέγχουν τις εκτιμήσεις κινδύνου, με τη δυνατότητα να επιβάλλουν ποινές εάν οι εταιρείες δεν συμμορφώνονται. Ωστόσο, η έλλειψη υποχρεωτικής σάρωσης κρυπτογραφημένου περιεχομένου έχει προκαλέσει ανησυχίες, καθώς πολλές χώρες θεωρούν ότι η πρόσβαση σε ιδιωτικές συνομιλίες είναι κρίσιμη για την καταπολέμηση της παιδικής κακοποίησης.
Το αναθεωρημένο πλαίσιο περιλαμβάνει έμφαση στη διατήρηση της κρυπτογράφησης, υποδεικνύοντας ότι η ΕΕ προσπαθεί να διατηρήσει καλές σχέσεις με τις εταιρείες που χρησιμοποιούν τεχνολογίες end-to-end. Ωστόσο, όχι όλοι οι συμμετέχοντες συμφωνούν. Χώρες όπως η Τσεχία εκφράζουν ανησυχίες για τις συνέπειες της αυτορρύθμισης των τεχνολογικών εταιρειών, φοβούμενοι ότι αυτό ενδέχεται να βλάψει την προστασία της ιδιωτικότητας.
Η πολιτικός Markéta Gregorová περιέγραψε την κατάσταση ως «μεγάλη απογοήτευση για τους υπερασπιστές της ιδιωτικότητας», εκφράζοντας φόβους ότι η νέα προσέγγιση μπορεί να οδηγήσει σε μια επικείμενη καθολική σάρωση των ιδιωτικών συνομιλιών.
Την ίδια στιγμή, η ΕΕ προγραμματίζει τη δημιουργία του EU Center on Child Sexual Abuse, ενός οργανισμού που θα υποστηρίζει τα κράτη-μέλη στις πολιτικές καταπολέμησης της παιδικής κακοποίησης, αν και ο ακριβής ρόλος του παραμένει υπό διαβούλευση.
Αξιοσημείωτο είναι επίσης το αίτημα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου για καθορισμό ελάχιστων ηλικιακών ορίων πρόσβασης στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, μια ενέργεια που υποδεικνύει την αυξανόμενη πίεση προς τις τεχνολογικές εταιρείες για την προστασία των ανηλίκων. Ωστόσο, οι αντίστοιχες νομοθετικές ρυθμίσεις βρίσκονται ακόμη σε αρχικά στάδια.
Η κατάσταση αυτή είναι, ωστόσο, ρευστή. Το νέο κείμενο θα περάσει σε διαδικασία διαπραγματεύσεων με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το οποίο στο παρελθόν είχε υποστηρίξει αυστηρότερες ρυθμίσεις. Αν και φαινομενικά οι εταιρείες τεχνολογίας έχουν κερδίσει μια προσωρινή νίκη, η επόμενη φάση μπορεί να φέρει νέες προτάσεις και απαιτήσεις που θα επαναφέρουν το αρχικό σχέδιο.










