- Συνοπτικά τα ευρήματα της έρευνας (2019-2024):
- Ομιλία: Η Ελλάδα είναι πρώτη στη χρήση ομιλίας (288 λεπτά/μήνα) με αυξητική τάση.
- Data: Αύξηση χρήσης κατά 51%, αλλά ο μέσος όρος (12.5 GB) παραμένει χαμηλότερος από άλλες χώρες της ΕΕ.
- Κόστος: Το μέσο έσοδο ανά χρήστη (12,7€) είναι χαμηλότερο από τη διάμεση τιμή των 12 χωρών (15,2€).
- Τάσεις: Ραγδαία μείωση εσόδων ανά GB (-33%) και ανά λεπτό ομιλίας (-8%).
- Κατάταξη: Η Ελλάδα συγκρίνεται πλέον με τη Γαλλία και την Ισπανία, έχοντας βελτιώσει τη θέση της στη σχέση αξίας/τιμής.
Μια νέα εποχή για την κινητή τηλεφωνία στην Ελλάδα αποτυπώνεται σε μια πρόσφατη έρευνα που διεξήχθη από την Εθνική Επιτροπή Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων (ΕΕΤΤ). Τα δεδομένα που εξετάζουν την περίοδο 2019-2024 σε συνεργασία με τη σουηδική εταιρεία Tefficient, αποκαλύπτουν σημαντική πρόοδο για την Ελλάδα, η οποία μέχρι πρότινος αντιμετωπιζόταν ως μια «αδύναμη» αγορά σε ευρωπαϊκό επίπεδο..
Η έρευνα εστιάζει σε 12 χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης που μοιράζονται το ίδιο νόμισμα και κανονιστικό πλαίσιο, περιλαμβάνοντας τη Γαλλία, τη Γερμανία, την Ιταλία και την Ισπανία. Το κεντρικό συμπέρασμα είναι ότι η Ελλάδα έχει βελτιώσει τη θέση της στη σχέση αξίας/τιμής, με αποτέλεσμα να ευθυγραμμίζεται πλέον με μεγάλες αγορές όπως η Ισπανία και η Γαλλία.
Το τέλος του μύθου των «τιμοκαταλόγων»
Ένα από τα πιο αξιοσημείωτα σημεία της μελέτης είναι η αναλυτική της μεθοδολογία. Αντί των συνήθων συγκρίσεων τιμών που βασίζονται σε διαφημιστικές αξίες, η Tefficient χρησιμοποίησε πραγματικά δεδομένα από όπου προκύπτουν οι οικονομικοί ισολογισμοί των παρόχων.
Αυτή η προσέγγιση θεωρείται παγκοσμίως προηγμένη, διότι οι ονομαστικές τιμές που αναφέρονται συχνά αγνοούν τις προσφορές και εκπτώσεις που συμμετέχουν στις συνδρομές. Ουσιαστικά, αυτό σημαίνει ότι οι αναγραφόμενες τιμές και οι τελικές χρεώσεις έχουν σημαντικές αποκλίσεις, γεγονός που επισημαίνει η παρούσα μελέτη, αποτυπώνοντας την πραγματική δυναμική της αγοράς.
Πρωταθλητές στην ομιλία, «εγκρατείς» στα Data
Η ανάλυση της καταναλωτικής συμπεριφοράς του Έλληνα χρήστη διαπιστώνει ένα παράδοξο. Ενώ η χρήση δεδομένων έχει εκτοξευθεί, οι Έλληνες καταναλωτές συνεχίζουν να προτιμούν τη φωνητική επικοινωνία.
Για το 2024, η Ελλάδα εμφανίζει την υψηλότερη κατανάλωση ομιλίας εντός των συγκρινόμενων κρατών, με 288 λεπτά ανά μήνα. Η χώρα μας σημειώνει επίσης τη μεγαλύτερη ετήσια αύξηση (+7%).
Αντίθετα, ενώ η χρήση δεδομένων έχει αυξηθεί κατά 51% την τελευταία πενταετία, η μέση κατανάλωση (12.5 GB) παραμένει κάτω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Για σύγκριση, στην Αυστρία η μέση κατανάλωση φτάνει τα 31.9 GB. Συνεπώς, οι Έλληνες, παρ’ όλο που χρησιμοποιούν περισσότερο το διαδίκτυο, προτιμούν την παραδοσιακή ομιλία.
Τι πληρώνουμε πραγματικά;
Η καίρια ερώτηση αφορά το κόστος. Σύμφωνα με τα στοιχεία, το Μέσο Έσοδο ανά Χρήστη (ARPU) στην Ελλάδα ανέρχεται στα 12,7 ευρώ, ένα ποσό που είναι χαμηλότερο από τη διάμεση τιμή των 15,2 ευρώ των χωρών της έρευνας. Με προσαρμογή για την αγοραστική δύναμη, η διάμεση τιμή πέφτει στα 11,9 ευρώ, αποδεικνύοντας ότι οι χρεώσεις είναι πλέον ανταγωνιστικές.
Χαρακτηριστικό του νέου προφίλ είναι ότι τα έσοδα ανά Gigabyte στην Ελλάδα έχουν σημειώσει τη μεγαλύτερη μείωση (-33%) σε πίνακες συγκριτικά με άλλες χώρες από το 2019 μέχρι το 2024. Σημαντική πτώση (-8%) παρατηρείται και στα έσοδα από τις υπηρεσίες ομιλίας, που βρίσκονται κοντά στον ευρωπαϊκό μέσο όρο.
Η ψυχολογία του «Flat Rate»
Η μελέτη εξετάζει και την ψυχολογία του Έλληνα συνδρομητή, ο οποίος δείχνει προτίμηση στη σταθερότητα ενός μηνιαίου παγίου, ακόμη και όταν η κατανάλωσή του σε δεδομένα είναι χαμηλότερη από αυτό που προσφέρει το πρόγραμμα του. Καθώς η ομιλία παρέχεται συνήθως με σταθερή χρέωση (flat-rate), η αξιολόγηση του «value for money» μετατοπίζεται ξεκάθαρα προς τα δεδομένα.
Το μέλλον της αγοράς
Το σύνολο των ευρημάτων από την ανάλυση της ΕΕΤΤ και της Tefficient είναι ενθαρρυντικά. Η Ελλάδα έχει απομακρυνθεί από χώρες με χαμηλές επιδόσεις (όπως το Βέλγιο και η Γερμανία), και οι προσδοκίες για το μέλλον είναι αισιόδοξες. Η συγχώνευση της αυξανόμενης κατανάλωσης υπηρεσιών με την ταυτόχρονη μείωση των μοναδιαίων εσόδων καθιστά την αγορά πιο προσιτή και ανταγωνιστική για τον τελικό καταναλωτή.










