Στην ιστορία του, ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (WHO) προχώρησε σε μια ιστορική ανακοίνωση σχετικά με τη χρήση των φαρμάκων GLP-1 στην μακροχρόνια διαχείριση της παχυσαρκίας. Αυτή η απόφαση έρχεται σε μια εποχή όπου θεραπείες όπως τα Ozempic, Wegovy (σεμαγλουτίδη) και Mounjaro (τιρζεπατίδη) έχουν γίνει αντικείμενο ιατρικής συζήτησης και pop-culture, ενθαρρύνοντας τη δημόσια συζήτηση γύρω από την απώλεια βάρους.
Ο WHO ανακοίνωσε τις συστάσεις του στις 1 Δεκεμβρίου, παρέχοντας δύο βασικές κατευθύνσεις. Η πρώτη αφορά την έγκριση της μακροχρόνιας χρήσης των GLP-1 θεραπειών για ενήλικες με παχυσαρκία, στηριζόμενη σε μελέτες που αποδεικνύουν σημαντική απώλεια βάρους και βελτίωση της μεταβολικής υγείας. Η δεύτερη υπογραμμίζει την ανάγκη οι ασθενείς να λαμβάνουν παράλληλα δομημένη συμπεριφορική υποστήριξη, όπως είναι η συμβουλευτική, η παρακολούθηση στόχων και η τακτική επιτήρηση από επαγγελματίες υγείας.
Με άλλα λόγια, αυτά τα φάρμακα δεν αποτελούν μια «μαγική λύση» που μπορεί από μόνη της να φέρει αποτελέσματα. Ο WHO επισημαίνει ότι τα GLP-1 πρέπει να χρησιμοποιούνται εντός ενός πλαισίου που περιλαμβάνει υποστήριξη και συνεχής ιατρική παρακολούθηση.
Η θέση αυτή αντικατοπτρίζει τις ανησυχίες των ειδικών. Η καθηγήτρια Elaine Rush από το Auckland University of Technology τονίζει ότι παρόλο που η αποτελεσματικότητα των θεραπειών είναι αναμφισβήτητη, το κόστος παραμένει απαγορευτικό, καθιστώντας έτσι επιτακτική ανάγκη την εξασφάλιση επαρκούς θεραπευτικής υποστήριξης από τα συστήματα υγείας. Επιπλέον, η ακριβής σχέση κόστους-αποτελεσματικότητας των GLP-1 θεραπειών παραμένει ακόμα αχαρτογράφητη.
Το οικονομικό ζήτημα είναι επομένως κομβικό. Πολλές χώρες αναφέρουν ότι η τιμή των Wegovy και Mounjaro είναι πέρα από τις δυνατότητες των περισσότερων ασθενών, δημιουργώντας νέα επίπεδα υγειονομικής ανισότητας. Ο Peter Shepherd, καθηγητής στο University of Auckland, συμφωνεί ότι η ανακαλυπτικότητα του μηχανισμού GLP-1 έχει ανοίξει νέες προοπτικές στην κατανόηση της παχυσαρκίας, αλλά αναγνωρίζει και το εμπόδιο του κόστους για εκατομμύρια ανθρώπους. Η λήξη του βασικού πατέντου αναμένεται να μειώσει τις τιμές χάρη στον ανταγωνισμό.
Ωστόσο, το χαμηλότερο κόστος δεν αναιρεί έναν άλλο σημαντικό παράγοντα: οι θεραπείες GLP-1 χρησιμοποιούνται ευρέως χωρίς να υπάρχουν επαρκείς μακροχρόνιες μελέτες για τις πιθανές παρενέργειες τους. Αυτή την εβδομάδα, η TGA της Αυστραλίας εξέδωσε προειδοποίηση σχετικά με τον κίνδυνο εμφάνισης αυτοκτονικών σκέψεων ή συμπεριφορών, προτρέποντας σε αυστηρότερες επισημάνσεις.
Συνάμα, υπάρχουν στοιχεία που δείχνουν ότι τα οφέλη μειώνονται μόλις διακοπεί η θεραπεία. Μια πρόσφατη μελέτη απέδειξε ότι έπειτα από 36 εβδομάδες θεραπείας με τιρζεπατίδη, οι συμμετέχοντες ανέκτησαν περίπου το 25% του χαμένου βάρους μέσα σε έναν χρόνο χωρίς το φάρμακο, με τις βελτιώσεις στην καρδιομεταβολική υγεία να υποχωρούν. Φαίνεται πως η διατήρηση των αποτελεσμάτων απαιτεί τη συνεχή κατανάλωση των φαρμάκων – γεγονός που αυξάνει τόσο το κόστος όσο και τους κινδύνους των παρενεργειών.
Επιπλέον, η μυϊκή απώλεια αναδεικνύεται ως μια παρενέργεια που ανησυχεί ειδικά τους επιστήμονες σε ηλικιωμένα άτομα. Ο Shepherd υπογραμμίζει την ανάγκη για συνεχή και προσεκτική παρακολούθηση σε τέτοιες περιπτώσεις.
Παρ’ όλα αυτά, τα GLP-1 φάρμακα έχουν σημειώσει μια σημαντική ανατροπή: για πρώτη φορά στις ΗΠΑ καταγράφηκε μείωση των ποσοστών παχυσαρκίας, αποτέλεσμα που αποδίδεται σε μεγάλο βαθμό στην αυξανόμενη ζήτηση από τους ασθενείς για αυτές τις νέες θεραπείες. Ο Shepherd χαρακτηρίζει αυτή τη στιγμή ως μια ιστορική καμπή, καθώς οι διεθνείς υγειονομικοί οργανισμοί αρχίζουν να αναγνωρίζουν επισήμως τα φάρμακα ως μέρος της λύσης για την παχυσαρκία.
Ωστόσο, όλοι επισημαίνουν ότι, παρά τις εντυπωσιακές προόδους που προσφέρουν τα GLP-1, η πραγματική μάχη κατά της παχυσαρκίας δεν διεξάγεται στα φαρμακεία. Η Rush υπογραμμίζει ότι η παχυσαρκία είναι μια μορφή κακοθρέφειας, άμεσα συνδεδεμένη με περιβαλλοντικούς και κοινωνικούς παράγοντες όπως η κακή ποιότητα των τροφίμων, η έλλειψη φυσικής δραστηριότητας, η φτώχεια, η ρύπανση και η διαγενεακή επίδραση. Αντί της απεριόριστης επένδυσης σε ακριβά φάρμακα, λέει, είναι κρίσιμο να επενδύσουμε στην επίλυση των ριζικών αιτίων του προβλήματος – όπως είναι η μείωση της παιδικής φτώχειας και η βελτίωση των σχολικών γευμάτων.
Η νεότερη σύσταση του WHO δεν δίνει μια οριστική λύση στο ζήτημα της παχυσαρκίας, αλλά συνιστά μια ιστορική στιγμή: η παγκόσμια υγειονομική κοινότητα αποδέχεται πλέον ότι τα GLP-1 φάρμακα είναι ένα σημαντικό εργαλείο στη μάχη κατά της παχυσαρκίας. Το ερώτημα που παραμένει είναι αν οι κυβερνήσεις, τα συστήματα υγείας και η βιομηχανία μπορούν να κάνουν αυτές τις θεραπείες πραγματικά προσβάσιμες και αν η κοινωνία είναι έτοιμη να αντιμετωπίσει τις συνέπειες μιας φαρμακολογικής προσέγγισης σε μια βαθιά κοινωνική κρίση.









