Σύμφωνα με το Ελληνικό Δημοσιονομικό Συμβούλιο, η ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας εκτιμάται ότι θα διαμορφωθεί στο 2,1-2,2% για το 2025, διατηρώντας θετικές επιδόσεις παρά τις προκλήσεις του παγκόσμιου περιβάλλοντος. Ο πληθωρισμός αναμένεται να φτάσει το 3%, συνεχίζοντας την πίεση για ακρίβεια στην Ελλάδα.
Η πρόσφατη Φθινοπωρινή Έκθεση 2025 του Συμβουλίου αναλύει τις μακροοικονομικές και δημοσιονομικές εξελίξεις, καταγράφοντας θετική άνοδο του ΑΕΠ κατά 2% το πρώτο εξάμηνο του 2025, με κύρια κινητήρια δύναμη την ιδιωτική κατανάλωση και τις επενδύσεις.
Για το 2026, οι προβλέψεις δείχνουν ανάπτυξη στο 2,3%, στο πλαίσιο της συνεχιζόμενης γεωπολιτικής αβεβαιότητας και των πολιτικών ζητημάτων που πλήττουν μεγάλες οικονομίες της Ευρωζώνης. Ο κρατικός προϋπολογισμός υπολογίζεται στο 2,4%, επιβεβαιώνοντας τις εκτιμήσεις του ΕΔΣ.
Αξιοσημείωτη είναι η αύξηση του ακαθάριστου σχηματισμού παγίου κεφαλαίου κατά 2,1% στην ίδια περίοδο, η οποία ενισχύεται από τη συνεχιζόμενη χρηματοδότηση του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (ΤΑΑ). Μέχρι τον Νοέμβριο του 2025 έχουν αντληθεί 24,5 δισ. ευρώ, ενώ αναμένονται επιπλέον 11,4 δισ. ευρώ μέχρι το τέλος του 2026.

Εν τω μεταξύ, ο πληθωρισμός, σύμφωνα με τον Εναρμονισμένο Δείκτη Τιμών Καταναλωτή, έχει παρουσιάσει σημαντική πτώση την περίοδο 2022–2025. Εκτιμάται ότι θα φτάσει το 3% το 2025 και θα μειωθεί περαιτέρω στο 2,2% το 2026, αν και οι πιέσεις παραμένουν στον τομέα των υπηρεσιών, ειδικά στον τουρισμό.
Μια θετική εξέλιξη είναι επίσης η αύξηση των άμεσων ξένων επενδύσεων (ΑΞΕ) κατά 5,2 δισ. ευρώ το οκτάμηνο του 2025, φτάνοντας συνολικά τα 8,1 δισ. ευρώ, υποδεικνύοντας ενισχυμένη εμπιστοσύνη από τους ξένους επενδυτές.
Ανεργία: Υψηλότερη από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο
Η αγορά εργασίας καταγράφει βελτίωση, με την ανεργία να διαμορφώνεται στο 8,1% τον Αύγουστο του 2025 και να αναμένεται ότι θα μειωθεί στο 7,6% μέχρι το τέλος του έτους. Παρ’ όλα αυτά, η ανεργία παραμένει μεγαλύτερη από τον μέσο όρο της ΕΕ, υπογραμμίζοντας τις διαρθρωτικές αδυναμίες. Ο μέσος καθαρός μηνιαίος μισθός, προσαρμοσμένος στο κόστος ζωής, αν και έχει αυξηθεί, συνεχίζει να παραμένει πίσω από άλλες χώρες της ΕΕ. Η ενίσχυση των πραγματικών μισθών, σε συνδυασμό με την αύξηση της παραγωγικότητας, είναι επιβεβλημένη για την ευημερία των νοικοκυριών και της οικονομίας, όπως αναφέρει η έκθεση.
Αναμφίβολα, η υψηλή ανεργία αναδεικνύει και άλλες μακροοικονομικές προκλήσεις, όπως το έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, η χαμηλή παραγωγικότητα και η περιορισμένη αποταμίευση. Η εξάρτηση από εισαγόμενα προϊόντα και ενέργεια, σε συνδυασμό με τις χαμηλής προστιθέμενης αξίας εξαγωγές, δημιουργούν σημαντικές πιέσεις στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών.
Προβλήματα στην παραγωγικότητα
Η καθυστέρηση στην παραγωγικότητα σε σχέση με την Ευρώπη καθιστά επιτακτική την ανάγκη για μεταρρυθμίσεις που θα ενισχύσουν το δυνητικό προϊόν. Δεδομένου ότι το παραγωγικό μοντέλο στηρίζεται κυρίως στην ιδιωτική κατανάλωση, η χαμηλή αποταμίευση περιορίζει την ικανότητα χρηματοδότησης επενδύσεων. Ιδιαίτερα καθώς μειώνεται η συμβολή του ΤΑΑ, οι χρόνιες αδυναμίες περιορίζουν την ανθεκτικότητα και τη δυναμική της οικονομίας σε περιόδους αβεβαιότητας, όπως τονίζεται από το ΕΔΣ.
Δημοσιονομική Υπευθυνότητα και Πλεονάσματα
Η διαχείριση της δημοσιονομικής πολιτικής παραμένει υπεύθυνη, με πρωτογενή πλεονάσματα στο 3,7% του ΑΕΠ το 2025 και ισοσκελισμένο ισοζύγιο Γενικής Κυβέρνησης. Η επιτάχυνση στη αποπληρωμή μέρους του χρέους αναμένεται να μειώσει τον λόγο χρέους/ΑΕΠ και να βελτιώσει την αξιοπιστία της ελληνικής οικονομίας.
Η διατήρηση δημοσιονομικής σταθερότητας, σε συνδυασμό με την αποτελεσματική αξιοποίηση ευρωπαϊκών πόρων και την προώθηση διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, είναι η βασική στρατηγική για βιώσιμη ανάπτυξη και κοινωνική ευημερία.
Η διατήρηση αυτών των πρωτογενών πλεονασμάτων, συνδυασμένα με ισχυρή ανάπτυξη, ενισχύουν τη βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους, το οποίο αναμένεται να μειωθεί κατά 8,3 και 7,7 ποσοστιαίες μονάδες το 2025 και το 2026 αντίστοιχα, με πρόβλεψη αποκλιμάκωσης κάτω από το 120% του ΑΕΠ έως το 2029.
Αποπληρωμή Χρέους: Στρατηγικός Στόχος
Η στρατηγική του 2025 για επιτάχυνση της αποπληρωμής τμήματος του χρέους με λήξεις από το 2033 ως το 2041, καθώς και μέρους των οφειλών προς τις χώρες της Ευρωζώνης από το πρώτο μνημόνιο, αναμένεται να προσφέρει άμεσο θετικό αντίκτυπο στη μείωση του λόγου χρέους/ΑΕΠ και στη βελτίωση της αξιοπιστίας της ελληνικής οικονομίας. Η ενίσχυση της αξιοπιστίας είναι κρίσιμη για την αναπτυξιακή προοπτική και, κατά συνέπεια, αναμένεται να ενισχύσει ακόμη περισσότερο τη δυναμική της οικονομίας.
Παρ’ όλα αυτά, οι μακροοικονομικές και δημοσιονομικές προοπτικές εξακολουθούν να επηρεάζονται από εξωτερικούς παράγοντες αβεβαιότητας, όπως η γεωπολιτική αστάθεια και οι ασάφειες στις παγκόσμιες δασμολογικές πολιτικές, που θετικά αλληλεπιδρούν στους οικονομικούς δείκτες της ΕΕ.










