Μια νέα εποχή έχει ξεκινήσει στο ηλεκτρονικό εμπόριο στην Ευρώπη, και είναι σίγουρα πιο ακριβή. Η περίοδος χάριτος για τα φθηνά προϊόντα που κατακλύζουν την ευρωπαϊκή αγορά μέσω πλατφορμών όπως το Shein, το Temu και το AliExpress πλησιάζει στο τέλος της. Το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης έδωσε σήμερα το «πράσινο φως» για την επιβολή δασμών στα μικρά δέματα, μια απόφαση που αναμένεται να αναδιατάξει πλήρως το τοπίο του online shopping.
Αυτή η απόφαση, η οποία έρχεται ως απάντηση στον «καταιγισμό» φθηνών εισαγωγών που επικρατούν, δημιουργώντας πίεση στις ευρωπαϊκές επιχειρήσεις, δεν είναι κεραυνός εν αιθρία. Αντίθετα, είναι το φυσικό αποτέλεσμα μιας μακράς διαδικασίας στην οποία ηγηθήκαν χώρες όπως η Γαλλία και η Γερμανία, με τη στήριξη και της Ελλάδας.
Το «καπέλο» των 3 ευρώ: Προθεσμία και επιπτώσεις
Σύμφωνα με την απόφαση που ελήφθη στις Βρυξέλλες, από την 1η Ιουλίου 2026 θα εισαχθεί ένας σταθερός δασμός (flat rate) ύψους περίπου 3 ευρώ για όλα τα δέματα αξίας κάτω των 150 ευρώ που εισέρχονται στην ΕΕ από τρίτες χώρες.
Εως σήμερα, ίσχυε το λεγόμενο καθεστώς «de minimis», που επέτρεπε στα δέματα χαμηλής αξίας να περνούν χωρίς δασμούς. Αυτό το «παραθυράκι» το εκμεταλλεύτηκαν στο έπακρο οι γίγαντες του «fast fashion» και των φθηνών gadgets, σπάζοντας συνήθως τις παραγγελίες τους σε πολλά μικρά πακέτα για να αποφύγουν τη φορολόγηση.
Με το νέο καθεστώς:
- Καταργείται η ατέλεια για δέματα αξίας κάτω των 150 ευρώ.
- Επιβάλλεται σταθερός δασμός (περίπου 3€) ανά δέμα, ανεξαρτήτως του αν το προϊόν κοστίζει 5 ή 50 ευρώ.
- Το μέτρο αφορά κυρίως πωλητές που είναι εγγεγραμμένοι στο σύστημα IOSS (One Stop Shop), το οποίο καλύπτει τη συντριπτική πλειοψηφία (άνω του 90%) των εισαγωγών ηλεκτρονικού εμπορίου.
Γιατί η Ευρώπη αντεπιτίθεται τώρα
Η Ευρωπαϊκή Ένωση αντιμετωπίζει μια άνευ προηγουμένου πρόκληση. Τα στατιστικά στοιχεία είναι αποκαλυπτικά: δισεκατομμύρια μικροδέματα εισέρχονται ετησίως στην ενιαία αγορά, με αποτέλεσμα τη δημιουργία ενός διαχειριστικού χάους στις τελωνειακές αρχές και συνθήκες αθέμιτου ανταγωνισμού.
Οι Ευρωπαίοι λιανοπωλητές καταγγέλλουν για καιρό ότι είναι αδύνατον να ανταγωνιστούν προϊόντα που φτάνουν στην πόρτα των καταναλωτών χωρίς δασμούς, παραλείποντας συχνά και τους αυστηρούς κανονισμούς ασφαλείας.
Οι βασικοί λόγοι που οδήγησαν στην απόφαση συνοψίζονται στα εξής:
- Ισότιμοι όροι ανταγωνισμού: Προστασία της ευρωπαϊκής βιομηχανίας και λιανεμπορίου από επιθετικές τιμολογιακές πολιτικές τρίτων χωρών.
- Ασφάλεια καταναλωτή: Πολλά από τα φθηνά εισαγόμενα προϊόντα, όπως παιχνίδια και ηλεκτρικά είδη, δεν πληρούν τις προδιαγραφές ασφαλείας της ΕΕ.
- Περιβαλλοντική βιωσιμότητα: Η μαζική αερομεταφορά εκατομμυρίων μικροδεμάτων επιβαρύνει το περιβάλλον, ενθαρρύνοντας μια κουλτούρα υπερκατανάλωσης και «μίας χρήσης» προϊόντων.
Τέλος στην εποχή του «1 ευρώ»
Για τον μέσο Έλληνα καταναλωτή, αυτή η αλλαγή σηματοδοτεί το τέλος μιας εποχής όπου μπορούσε να παραγγείλει αξεσουάρ κινητού ή ρουχισμό με ελάχιστο κόστος. Η προσθήκη του δασμού των 3 ευρώ, αν και φαίνεται μικρή, μπορεί να λειτουργήσει πολλαπλασιαστικά στα φθηνά είδη.
Για παράδειγμα, ένα προϊόν αξίας 5 ευρώ θα αυξηθεί κατά 60% με την προσθήκη του δασμού, καθιστώντας την αγορά του λιγότερο ελκυστική. Στόχος των Βρυξελλών είναι να αποθαρρύνουν τις μεμονωμένες αγορές ευτελούς αξίας και να ενθαρρύνουν τη στήριξη πιο βιώσιμων επιλογών ή ομαδικών παραγγελιών.
Αντιδράσεις και προοπτικές
Οι πλατφόρμες όπως η Temu και η Shein, που έχουν θεμελιώσει την επιτυχία τους πάνω σε αυτό το μοντέλο, αναμένεται να αναπροσαρμόσουν τη στρατηγική τους. Ήδη ακούγονται σενάρια σχετικά με τη δημιουργία αποθηκών εντός ευρωπαϊκού εδάφους ή την αύξηση των ελάχιστων ορίων παραγγελίας για την απορρόφηση του κόστους.
Από την πλευρά τους, οι ευρωπαϊκοί σύνδεσμοι εμπορίου χαιρετίζουν την απόφαση ως μια «ανάσα δικαιοσύνης» απέναντι σε ένα σύστημα που επέτρεπε την εισβολή προϊόντων αμφίβολης ποιότητας και προέλευσης χωρίς ουσιαστικό έλεγχο.
Η εφαρμογή αυτού του μέτρου το καλοκαίρι του 2026 θα αποτελέσει μεγάλη πρόκληση για τις τελωνειακές αρχές των κρατών-μελών, οι οποίες θα πρέπει να διαχειριστούν τον όγκο δεδομένων και να εφαρμόσουν τον νέο κανονισμό χωρίς να προκαλέσουν «έμφραγμα» στην εφοδιαστική αλυσίδα.










