Η προσοχή των αμερικανικών υπηρεσιών πληροφοριών παρουσιάζει σημαντική στροφή από τα παραδοσιακά πεδία γεωπολιτικού ανταγωνισμού και επικεντρώνεται σε τεχνολογικά και βιολογικά ζητήματα. Αυτή η στροφή έρχεται στο φως καθώς η ανησυχία ότι διεθνείς εταιρείες θα αξιοποιήσουν ιατρικά δεδομένα για την απόκτηση στρατηγικών πλεονεκτημάτων κερδίζει έδαφος μεταξύ των πολιτικών κύκλων της Ουάσινγκτον.
Στο κέντρο της συζήτησης βρίσκεται η κινεζική εταιρεία γονιδιωματικής BGI, η οποία έχει αναδειχθεί σε έναν από τους μεγαλύτερους παίκτες στην αλληλουχία DNA και στις εθνικές γενετικές βάσεις μέσα σε λίγα χρόνια. Η BGI έχει γίνει μια καλή περίπτωση προβληματισμού για τη διεθνή κοινότητα. Περισσότερα για την εταιρεία μπορείτε να διαβάσετε στην επίσημη ιστοσελίδα της BGI.
Αμερικανοί αξιωματούχοι και βουλευτές του Κογκρέσου εκφράζουν την άποψη ότι η συγκέντρωση τεράστιου όγκου γενετικών δεδομένων δεν περιορίζεται απλώς σε θέματα δημόσιας υγείας ή επιστημονικής συνεργασίας. Οι ανησυχίες περιλαμβάνουν τη στρατιωτική έρευνα για την αναβάθμιση ανθρώπινης απόδοσης, καθώς και τη χρήση εργαλείων μαζικής παρακολούθησης για τον εντοπισμό ευάλωτων ομάδων.
Αυτή η ανησυχία έχει αποδοθεί συχνά σε μια πιθανή «βιολογική ανταγωνιστικότητα», όπου το DNA στην κλίμακα γίνεται στρατηγικό πλεονέκτημα.
Ο Γερουσιαστής Μαρκ Γουόρνερ, κορυφαίος Δημοκρατικός της Επιτροπής Πληροφοριών, προειδοποιεί ότι η BGI θυμίζει την ταχεία άνοδο κινεζικών τεχνολογικών κολοσσών όπως η Huawei. Αυτές οι εταιρείες, με τη στήριξη της κινεζικής κυβέρνησης και την παγκόσμια διείσδυση τους, έχουν εξελιχθεί σε καθοριστικούς παράγοντες σε βασικές υποδομές, προτού οι δυτικές κυβερνήσεις αντιληφθούν πλήρως τους κινδύνους.
Η σύγκριση αυτή είναι μια έγκαιρη προειδοποίηση για την ανάγκη ταχύτερης προσαρμογής των υπηρεσιών πληροφοριών και της νομοθεσίας.
Στο Κογκρέσο, έχουν ήδη προταθεί νόμοι που αποσκοπούν στο να περιορίσουν την πρόσβαση κινεζικών βιοτεχνολογικών εταιρειών σε αμερικανικά δεδομένα και ιδρύματα, όπως το BIOSECURE Act. Αυτές οι νομοθετικές πρωτοβουλίες επισημαίνουν τη σοβαρότητα της κατάστασης.
Ωστόσο, υπάρχει έντονη πολιτική και επιστημονική αντιπαράθεση: μέλη των ιατρικών κοινοτήτων προειδοποιούν ότι υπερβολικοί περιορισμοί θα μπορούσαν να υπονομεύσουν σημαντικές συνεργασίες και έρευνες, ενώ οι υποστηρικτές αυτών των περιορισμών επισημαίνουν ότι τα εθνικά συμφέροντα πρέπει να προηγούνται.
Επιπλέον, οι αμερικανικές υπηρεσίες θεωρούν ότι έχουν υποτιμήσει τον ρυθμό και την έκταση των τεχνολογικών προόδων στην Κίνα, όπως η ανάπτυξη του 5G και των προηγμένων τσιπ. Αυτή η εμπειρία εγείρει την ανησυχία ότι οι υπηρεσίες πληροφοριών πρέπει να επεκτείνουν την εστίασή τους και να συνεργαστούν στενότερα με ξένους εταίρους.
Η αναγκαιότητα για βελτιωμένη επιτήρηση συμπίπτει με την κρίση κρισίμων συμμαχιών: οι αξιωματούχοι εκφράζουν ανησυχίες ότι οι σχέσεις όπως η “Five Eyes” έχουν αποδυναμωθεί εξαιτίας πολιτικών τριβών. Η αποδυνάμωση της εμπιστοσύνης μεταξύ συμμάχων μπορεί να εμποδίσει την ανταλλαγή ευαίσθητων πληροφοριών και το κοινό στρατηγικό σχεδιασμό για την αντιμετώπιση απειλών που δεν αναγνωρίζουν σύνορα.
Από την πλευρά της, η BGI αρνείται κάθε κατηγορία για επιδίωξη πρόσβασης σε αμερικανικά προσωπικά δεδομένα με μη ιατρικούς σκοπούς, διασφαλίζοντας ότι συμμορφώνεται με τους τοπικούς νόμους. Οι επικριτές, ωστόσο, επισημαίνουν τις στενές σχέσεις ορισμένων κινεζικών εταιρειών με κρατικά ή στρατιωτικά δίκτυα και την απουσία σαφών διεθνών κανόνων για τη χρήση γενετικών δεδομένων, καθιστώντας απαραίτητη την προστασία των δυτικών συστημάτων.
Η συζήτηση γύρω από την BGI και παρόμοιες εταιρείες υπογραμμίζει ότι η τεχνολογική υπεροχή και οι απαιτήσεις ασφάλειας δεν περιορίζονται μόνο σε οικονομικά ή τεχνικά θέματα, αλλά αποτελούν θεμελιώδεις πυλώνες εθνικής στρατηγικής.
Στην Ουάσινγκτον, η εκτίμηση είναι ότι χωρίς ταχύτερη, πιο στοχευμένη και συντονισμένη επιτήρηση, οι ΗΠΑ ενδέχεται να αντιμετωπίσουν συνέπειες με μακροχρόνιες γεωπολιτικές και ανθρωποκεντρικές επιπτώσεις.
!function(f,b,e,v,n,t,s)
{if(f.fbq)return;n=f.fbq=function(){n.callMethod?
n.callMethod.apply(n,arguments):n.queue.push(arguments)};
if(!f._fbq)f._fbq=n;n.push=n;n.loaded=!0;n.version=’2.0′;
n.queue=[];t=b.createElement(e);t.async=!0;
t.src=v;s=b.getElementsByTagName(e)[0];
s.parentNode.insertBefore(t,s)}(window, document,’script’,
‘https://connect.facebook.net/en_US/fbevents.js’);
fbq(‘init’, ‘1187084581334921’);
fbq(‘track’, ‘PageView’);
(function(d, s, id) {
var js, fjs = d.getElementsByTagName(s)[0];
if (d.getElementById(id)) return;
js = d.createElement(s); js.id = id;
js.src=”https://connect.facebook.net/el_GR/sdk.js#xfbml=1&version=v3.0&appId=1187084581334921&autoLogAppEvents=1″;
fjs.parentNode.insertBefore(js, fjs);
}(document, ‘script’, ‘facebook-jssdk’));









