Όταν μια start-up υπόσχεται πλούτο μέσω μετοχών, η προσδοκία είναι ξεκάθαρη: ρίσκο σήμερα, ανταμοιβή αύριο. Ωστόσο, για αρκετούς πρώην εργαζομένους της Revolut, το «αύριο» ήρθε με δυσάρεστες εκπλήξεις. Αντί για καθαρά κέρδη, βρέθηκαν αντιμέτωποι με εξαιρετικά υψηλές φορολογικές υποχρεώσεις, δημιουργώντας σοβαρές εντάσεις με τη διοίκηση της πιο πολύτιμης fintech στην Ευρώπη.
Η αρχή της διαμάχης της Revolut με πρώην υπαλλήλους
Η κατάσταση κλιμακώθηκε αυτόν τον μήνα, όταν η Revolut ενημέρωσε πρώην στελέχη ότι τα κέρδη από την πώληση των μετοχών τους δεν θα φορολογηθούν απλώς ως κεφαλαιακά κέρδη, αλλά θα επιβαρυνθούν επίσης με φόρο εισοδήματος και ασφαλιστικές εισφορές. Η διαφορά είναι ουσιαστική: από φορολόγηση 24% σε συνολική επιβάρυνση που μπορεί να φτάσει το 47%.
Πολλοί από αυτούς αντέτειναν ότι είχαν πληροφορηθεί από την ίδια την εταιρεία ότι τα προγράμματα δικαιωμάτων προαίρεσης μετοχών (Company Share Option Plans – CSOPs) θα φορολογούνταν αποκλειστικά για κεφαλαιακά κέρδη. Αυτή η υποσχετική ενημέρωση άλλαξε ριζικά την αντίληψή τους για την οικονομική αύξηση που πίστευαν ότι θα απολάμβαναν.
Σύμφωνα με τους Financial Times, τα CSOPs προσφέρουν γενναιόδωρα φορολογικά οφέλη και χρησιμοποιούνται από εταιρείες για να διατηρήσουν το προσωπικό τους. Οι εργαζόμενοι έχουν τη δυνατότητα να αγοράσουν μετοχές της εταιρείας και να πληρώσουν μόνο ΦΠΑ, αντί για εθνική ασφάλιση και φόρο εισοδήματος κατά την πώληση των μετοχών.
Η επαναγορά και η αποτίμηση-μαμούθ
Η χρονική συγκυρία δεν ήταν τυχαία. Η Revolut προσκάλεσε πρώην εργαζομένους σε γύρο επαναγοράς μετοχών (buyback), αποτιμώντας την εταιρεία στα 52 δισ. δολάρια. Στόχος ήταν θεωρητικά να δοθεί η δυνατότητα στα πρώην στελέχη να ρευστοποιήσουν μέρος της αξίας που προήλθε από την εκρηκτική άνοδο της εταιρείας από το 2015 μέχρι σήμερα.
Αρχικά, ορισμένοι πρώην υπάλληλοι φέρονται να ενημερώθηκαν ότι αν δεν συμμετείχαν, τα δικαιώματά τους θα εξέπνεαν. Τελικά, η εταιρεία διευκρίνισε ότι η συμμετοχή είναι προαιρετική.
Τι είναι τα CSOPs και ποιο ήταν το λάθος
Τα CSOPs είναι ένα από τα πιο ελκυστικά εργαλεία αμοιβής για τα στελέχη στο Ηνωμένο Βασίλειο, προσφέροντας σημαντικά φορολογικά πλεονεκτήματα. Συνήθως, οι εργαζόμενοι μπορούν να ασκήσουν τα δικαιώματά τους μετά από τρία χρόνια, και οι μετοχές φορολογούνται μόνο με κεφαλαιακό φόρο κατά την πώληση. Ωστόσο, το παράθυρο άσκησης δικαιωμάτων για όσους αποχωρούν από την εταιρεία «σε καλή κατάσταση» είναι συνήθως 60 ημέρες, αν και η Revolut φαίνεται να είχε λανθασμένα ενημερώσει κάποιους ότι αυτό επεκτεινόταν στα δέκα χρόνια.

Ο εσωτερικός έλεγχος και η ανατροπή
Μετά από εσωτερική επανεξέταση, η εταιρεία αποφάνθηκε ότι η ενημέρωση αυτή ήταν εσφαλμένη. Ανέφερε στους πρώην υπαλλήλους ότι η παράταση μέχρι δέκα χρόνια θεωρείται «ακυρωτικό γεγονός» από την βρετανική φορολογική αρχή (HMRC), με αποτέλεσμα τα κέρδη να αντιμετωπίζονται ως εισόδημα και όχι ως κεφαλαιακό κέρδος.
Ειδικοί νομικοί που ασχολούνται με τα CSOPs χαρακτηρισαν αυτή τη δεκαετή παράταση ως «εμπορικά παράλογη», καθώς αναιρεί το κίνητρο παραμονής των εργαζομένων στην εταιρεία.
Προσπάθειες εξομάλυνσης και ανοιχτά μέτωπα
Η Revolut προσέφερε σε χρήστες που δεν συμμετείχαν στο buyback —και των οποίων τα δικαιώματα θεωρούνται λήξαντα— νέες μετοχές σε αναλογία μία προς μία. Όμως, αυτές οι νέες μετοχές δεν ενσωματώνουν τα φορολογικά πλεονεκτήματα των CSOPs.
Η κατάσταση περιπλέκεται, εντωμεταξύ, καθώς η πιο πρόσφατη αύξηση κεφαλαίου της εταιρείας, τον Σεπτέμβριο, αποτίμησε τη Revolut στα 75 δισ. δολάρια, προκαλώντας τους πρώην υπαλλήλους να θεωρήσουν το buyback υποτιμημένο.


Το ευρύτερο πλαίσιο
Ο συνιδρυτής και διευθύνων σύμβουλος Νικ Στορόνσκι έχει επανειλημμένως δηλώσει ότι πολλοί εργαζόμενοι της Revolut έχουν γίνει «πολυεκατομμυριούχοι σε δολάρια» χάρη στα προγράμματα μετοχών. Ωστόσο, για ορισμένους πρώην εργαζομένους, αυτή η υπόσχεση σκιάζεται πλέον από μια αυστηρή φορολογική πραγματικότητα.
Εκπρόσωποι της Revolut δεν έχουν επιβεβαιώσει επίσημα την κατάσταση. Το μόνο σίγουρο είναι ότι η υπόθεση αυτή αφήνει ισχυρό αποτύπωμα στη σχέση των ταχέως αναπτυσσόμενων fintech με το ανθρώπινο δυναμικό τους και αποτελεί προειδοποίηση για το πόσο κρίσιμο είναι να παρέχονται σωστές και τεκμηριωμένες πληροφορίες, καθώς οι επιπτώσεις μπορεί να είναι εξαιρετικά σοβαρές.










